Αναδημοσίευση από το τεύχος Νο 2 της αναρχικής εφημερίδας "Νυκτεγερσία"
«Oh, Misery, I have drunk thy cup of sorrow to its dregs, but I am still a rebel!»
Lucy Parsons
Η Lucy Parsons, η «σκοτεινή» Lucy, μία από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες στο πεδίο της εργατικής πάλης και των κοινωνικών αγώνων, για περίπου επτά δεκαετίες στιγμάτισε με τη ζωή και το έργο της και καθόρισε τόσο το αναρχικό κίνημα όσο και ευρύτερα τη ριζοσπαστική πολιτική σκέψη. Φλογερή και εμπνευσμένη ομιλητής, ακούραστη οργανώτρια απεργιών, εργατικών κινητοποιήσεων και διαδηλώσεων κάθε μορφής, δυναμική ακτιβίστρια ποικίλων διεκδικήσεων, η Parsons διαδραμάτισε ενεργό ρόλο σε σημαντικά γεγονότα της εποχής της και αναδείχτηκε πρωτοπόρος των εξελίξεων, αναλώνοντας τη ζωή της «αγωνιζόμενη για τα δικαιώματα των φτωχών, των ανέργων, των αστέγων, των γυναικών, των παιδιών, των μειονοτήτων».
Όμως, παρά το αστείρευτο συγγραφικό και ακτιβιστικό της έργο, ταυτόχρονα καταγράφεται ως μία από τις πιο αγνοημένες προσωπικότητες της παγκόσμιας επαναστατικής σκέψης και της αδέσμευτης αριστεράς, αφού ο ρόλος της συστηματικά αποσιωπήθηκε ή και εντέχνως αποκρύφτηκε από τους ιστορικούς. Πολλοί μάλιστα, δυστυχώς, ακόμα και σήμερα συνηθίζουν να την αναφέρουν απλά ως τη χήρα του Albert Parsons, του μάρτυρα της Haymarket που εκτελέστηκε για τις ιδέες του το 1887, παρότι η δράση της είχε ξεκινήσει μία δεκαετία νωρίτερα και ήδη αποτελούσε ηγετική μορφή στο συνδικαλιστικό κίνημα της Αμερικής.
Προσπαθώντας να ερμηνεύσει το γεγονός, ένας βιογράφος της αναφέρει ότι «η Parsons ήταν μαύρη, γυναίκα και εργάτρια, τρεις λόγοι για τους οποίους οι άνθρωποι αποκλείονται από την Ιστορία». Κι ενώ αυτή η οπτική ως ένα σημείο εξηγεί ικανοποιητικά τον εξοστρακισμό της από τη συμβατική ιστοριογραφία, η περίπτωση της Lucy Parsons δεν καλύπτεται πλήρως, αφού υπήρξαν κι άλλες προσωπικότητες με αυτά τα χαρακτηριστικά, οι οποίες αναγνωρίστηκαν και καθιερώθηκαν (κυρίως κατά τα κινήματα των δεκαετιών 1960 και 1970). Προσθέτοντας στους λόγους, ο Jacob McKean δίνει μια πειστικότερη εκδοχή: «το ότι ήταν αναρχική σήμαινε ότι δεν έτυχε μεγάλης προσοχής από τους μελετητές, οι οποίοι προβάλλουν μεταρρυθμιστές αντί κραυγάζοντες εξεγερμένους. Οι ακαδημαϊκοί, που εξετάζουν ριζοσπάστες γυναίκες αυτής της περιόδου, φαίνεται ότι προτιμούν την Emma Goldman, μία μεσαίας τάξης γυναίκα με ξεκάθαρη τη λευκή της ταυτότητα, της οποία η ανάλυση καθρεπτίζει περισσότερο αυτήν της νέας Αριστεράς».
Τα πρώτα χρόνια και το θέμα των καταβολών της
Λίγα πράγματα γνωρίζουμε για τα πρώτα χρόνια της ζωής της. Η Lucy Gonzalez, όπως ήταν το όνομά της, γεννιέται κατά την περίοδο του εμφυλίου πολέμου, τον Μάρτιο του 1853, στο Waco του Τέξας και μεγαλώνει, όταν ορφανεύει σε ηλικία 3 ετών, με συγγενείς της σ’ ένα τοπικό ράντσο. Αν και μερικοί ισχυρίζονται ότι προέρχεται από γονείς σκλάβους, λέγεται ότι η ίδια αναφέρει ως γονείς της τη μεξικάνα μιγάδα Marie del Gather και τον ινδιάνο Κρηκ John Waller.
Το ζήτημα των καταβολών της απασχολεί ακόμη και σήμερα τους βιογράφους της και τους ερευνητές, οι οποίοι προσπαθούν να εξηγήσουν τους λόγους για τους οποίους η Lucy επιμένει μόνο στην αμερικανική και μεξικάνικη καταγωγή της και αρνείται την αναμφισβήτητη αφροαμερικανική της προέλευση. Κάποιοι μελετητές, όπως η Ashbaugh και ο Davis, ισχυρίζονται ότι η επιλογή της είναι συνειδητή και αφορά την επιθυμία της να αποφύγει δύσκολες καταστάσεις, όπως για παράδειγμα τους νόμους περί ανάμειξης των φυλών. Επιπρόσθετα, εκείνη την περίοδο στο Τέξας δραστηριοποιείται έντονα η Ku Klux Klan και ήδη η Lucy κι ο Albert έχουν γίνει μάρτυρες ωμής βίας ενάντια σε αφροαμερικανούς. Είναι, λοιπόν, αρχικά ο φόβος και η ανάγκη αποφυγής δυσάρεστων εκπλήξεων οι λόγοι που την κάνουν να αρνηθεί την αφροαμερικανική της ταυτότητα.
Από την άλλη, φαίνεται πιθανό αυτή η απόφαση να αποτελεί παράλληλα κίνηση τακτικής. Γράφει ο Richard Brent Turner: «Όταν οι μαύροι ηγέτες εστιάζουν στην εθνικότητα και οικοδομούν νέα εθνικά ονόματα για τις φυλές τους, ρίχνουν νερό και σβήνουν τη φωτιά του ρατσισμού, κάνοντας τους εαυτούς τους και τους οπαδούς τους περισσότερο αποδεκτούς στον κυρίαρχο λευκό αμερικανό». Έτσι, παρά το ότι η μεξικάνικη και ινδιάνικη καταγωγή της δεν είναι και εντελώς ανεπηρέαστη από μισαλλοδοξία, η εξωτική τους όμως αναφορά μετριάζει τα αποτελέσματα της ρατσιστικής συμπεριφοράς. Θα μπορούσε, λοιπόν, η Lucy να κινηθεί, όπως κινήθηκε, και να επιτύχει ό,τι πέτυχε, αν η παραδοχή της αφροαμερικανικής της προέλευσης έθετε σε κίνδυνο τη ζωή της και αποτελούσε εμπόδιο στην πορεία της, δημιουργώντας της εξαρχής προβλήματα μη αποδοχής των ιδεών και των κηρυγμάτων της στον κόσμο των λευκών;
Γνωριμία με τον Albert Parsons και εγκατάσταση στο Chicago
Σε ηλικία 17 ετών πια, κι ενώ ζει (ίσως και παντρεμένοι) με τον πρώην σκλάβο Oliver Gathings, η Lucy γνωρίζει τον Albert Parsons. Ο Albert, έχοντας μετά τον πόλεμο αναπτύξει πλούσια πολιτική δράση, εργάζεται εκείνο το διάστημα για διάφορα έντυπα των ∆ημοκρατών και συμμετέχει σε εκστρατείες υποστήριξης των αδύναμων και των περιθωριοποιημένων. Πιθανόν, σε ένα τέτοιο ταξίδι του είναι που γνωρίζει τη Lucy. Το ζευγάρι λέγεται ότι παντρεύεται γύρω στο 18711872 begin_of_the_skype_highlighting 18711872 end_of_the_skype_highlighting κοντά στο Όστιν του Τέξας, αν και είναι λίγες οι πιθανότητες να ευσταθεί κάτι τέτοιο, αφού ο νόμος τότε απαγορεύει τους διαφυλετικούς γάμους. Αυτός αποτελεί, άλλωστε, τον ένα λόγο, για τον οποίο το 1872 αναγκάζονται να εγκαταλείψουν την περιοχή. Ο δεύτερος είναι το γεγονός ότι το ζευγάρι εμπλέκεται όλο και περισσότερο στους κοινωνικούς αγώνες, υποστηρίζοντας το δικαίωμα των μαύρων για ψήφο, πράγμα που φυσικά δεν αρέσει στην KKK· ο Albert πυροβολείται στο πόδι και απειλείται με λυντσάρισμα.
Αφήνοντας πίσω τον απειλητικό νότο, φτάνουν στο βιομηχανικό Σικάγο το 1873 σε μία περίοδο που χαρακτηρίζεται ως εποχή της χειρότερης ύφεσης που γνώρισαν οι ΗΠΑ, γνωστή ως «Panic of 1873», η οποία έχει οδηγήσει εκατομμύρια ανθρώπων στην ανεργία. Έχει προηγηθεί σειρά αντεργατικών μέτρων και η εφαρμογή από το 1864 νόμων που επιτρέπουν στους εργοδότες να εισάγουν και να απασχολούν μετανάστες εργάτες για τις επιχειρήσεις τους, γεγονός που επιφέρει συντριπτική πτώση των αμοιβών των εργατών. Παράλληλα, οι βιομήχανοι απαιτούν ασταμάτητη παραγωγή προκειμένου να καλυφθεί η συνεχής ζήτηση για αγαθά. Ο εργαζόμενος πληθυσμός, ο οποίος ήδη έχει διαποτιστεί από τη σοσιαλιστική και αναρχική ιδεολογία που από καιρό έχει εισαχθεί στις ΗΠΑ, αναλαμβάνει δράση. Απρόθυμος να δουλεύει τις περισσότερες ώρες της ημέρας του για τα κέρδη των βιομηχάνων ξεκινά από το 1866 τον αγώνα για την καθιέρωση του 8ώρου. ∆υστυχώς, μετά την ήττα του κινήματος και όλων αυτών των προσπαθειών, το Σικάγο πνίγεται στα προβλήματα.
Σε μία τέτοια περίοδο αστάθειας και αναταραχών, οι Parsons εγκαθίστανται σ’ ένα μικρό διαμέρισμα σε μια γειτονιά γερμανών μεταναστών στη βόρεια πλευρά της πόλης. Λόγω της προηγούμενής του εμπειρίας στον τύπο του Τέξας, ο Albert γρήγορα βρίσκει δουλειά στους Times ως τυπογράφος και εντάσσεται στη συνδικαλιστική ένωση του κλάδου του, μίας από τις πιο ενεργές και σκληροπυρηνικές οργανώσεις στην πόλη.
Έναρξη πολιτικοποίησης και ανάληψη δράσης
Μέσα από τη δουλειά και τη δράση του στην ένωση των τυπογράφων, ο Albert σύντομα γνωρίζει το πολιτικό σκηνικό και εμπλέκεται στα κοινωνικά πράγματα. Αρχικά, το 1876 εισχωρεί στο «Κοινωνικό ∆ημοκρατικό Κόμμα (Social Democratic Party, SDP)» της βόρειας Αμερικής, το όργανο της 1ης ∆ιεθνούς στις ΗΠΑ, και όταν αυτό συρρικνώνεται (μετά τη διάλυση της ∆ιεθνούς το καλοκαίρι του 1876), ο Albert προσχωρεί στο «Εργατικό Κόμμα των ΗΠΑ (Workingmen’s Party of the United States, WPUSA)». Το αγγλόφωνο τμήμα του κόμματος συχνά συνευρίσκεται στο σπίτι των Parsons και για πολύ καιρό οι Albert και Lucy βοηθούν στο σχεδιασμό της κοινωνικής δράσης στην πόλη.
Η επόμενη χρονιά του 1877 αποτελεί έτος ορόσημο για τις ΗΠΑ, αφού τότε πραγματοποιείται η πρώτη γενική απεργία στη χώρα, η μεγάλη απεργία των σιδηροδρομικών, η οποία συγκλονίζει την πολιτική και οικονομική της ζωή. Η προσπάθεια του WPUSA να στηρίξει την απεργία και να της εμφυσήσει σοσιαλιστική προπαγάνδα έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ζυμώσεων στο εσωτερικό του, την αποστασιοποίηση κάποιων μελών του, την προσχώρηση σε αυτό και άλλων κοινωνικών ομάδων και την πολιτική του τελικά διαίρεση, η οποία παίρνει μορφή τον ∆εκέμβριο του 1877 με τη δημιουργία μιας νέας παράταξης, του «Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος (Socialistic Labor Party, SLP)».
Μ’ αυτήν την ομάδα συνεχίζουν οι Parsons, οι οποίοι πλέον σταθερά προσχωρούν στους κύκλους των αναρχικών και επαναστατών εργατών του Σικάγο. Παράλληλα, το εκδοτικό όργανο του SLP, το «Τhe Socialist», η πρώτη αγγλόφωνη σοσιαλιστική εφημερίδα της πόλης, της οποίας βοηθός έκδοσης είναι ο Albert, αποτελεί για τη Lucy ένα βήμα να εκφράσει τις θέσεις της για τον αγώνα της εργατικής τάξης και να περιγράψει την κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι εργάτες, οι άνεργοι, οι μαύροι, οι γυναίκες, οι βετεράνοι του εμφυλίου. Γράμματά της προς την εφημερίδα το 187879 σκιαγραφούν την άποψή της ότι καπιταλισμός και κράτος είναι αδιαχώριστα δεμένοι: «Κάντε το λαό να συνειδητοποιήσει ότι αυτοί οι ληστές κατέχουν περιουσίες (προϊόν τεράστιας απλήρωτης εργασίας) υπό την πρόφαση των νόμων που αυτοί οι ίδιοι έχουν θεσπίσει και με την ανοχή των υπολοίπων που στέκονται απ’ έξω και λιμοκτονούν…».
Παρά τη συμμετοχή της προηγούμενα στο WPUSA, είναι η προσχώρησή της στο SLP τελικά αυτό που αποτελεί για τη Lucy την πρώτη ουσιαστικά εμπλοκή της με το οργανωμένο πολιτικό κίνημα και η απεργία του 1877 το γεγονός που αλλάζει μια και καλή τον τρόπο σκέψης της. Αναφέρει η ίδια: «Ήταν κατά τη διάρκεια της μεγάλης απεργίας των σιδηροδρομικών το 1877 που για πρώτη φορά ενδιαφέρθηκα για αυτό που είναι γνωστό ως ‘Εργατικό ζήτημα’. Μέχρι τότε πίστευα, όπως χιλιάδες σοβαροί και ειλικρινείς άνθρωποι, ότι η συγκεντρωτική εξουσία που κυριαρχεί στην ανθρώπινη κοινωνία, γνωστή ως Κυβέρνηση, μπορούσε να αποτελέσει ένα όργανο στα χέρια των καταπιεσμένων για ν’ ανακουφιστούν από τα βάσανά τους… Κατάλαβα, όμως, πως οι οργανωμένες κυβερνήσεις χρησιμοποιούν τη συγκεντρωμένη δύναμή τους για να επιβραδύνουν την πρόοδο με το να καταπνίγουν τη φωνή αυτών που διαφωνούν και ότι μια τέτοια ολοκληρωτική εξουσία ασκείται για το συμφέρον των λίγων σε βάρος των πολλών. Κυβέρνηση, σε τελική ανάλυση, είναι η ξεπεσμένη εξουσία. Οι Κυβερνήσεις ποτέ δεν οδηγούν στην πρόοδο, πάντα την ακολουθούν. Όταν η φυλάκιση, η πυρά ή η κρεμάλα δεν μπορούν άλλο να καταπνίξουν τη φωνή της μειονότητας που διαμαρτύρεται, τότε η πρόοδος κάνει ένα βήμα μπροστά, αλλά ποτέ μέχρι τότε».
Όμως, η απεργία των σιδηροδρόμων αγγίζει τη Lucy και σε προσωπικό επίπεδο. Όταν αυτή γενικεύεται και φτάνει τον Ιούλιο στο Σικάγο, κάποιοι εργάτες εμπλέκονται σε σαμποτάζ και παράνομες μορφές διαμαρτυρίας. Στις 26 του Ιούλη, ο στρατός μπαίνει στην πόλη για να κατευνάσει με τη βοήθεια της αστυνομίας και οργισμένων πολιτών τα πνεύματα. Τις επόμενες ημέρες ακολουθούν σποραδικές μάχες, στις οποίες 35 εργάτες χάνουν τη ζωή τους και πάνω από 200 τραυματίζονται σοβαρά, ενώ ο Τύπος της πόλης επιδοκιμάζει τη βίαιη καταστολή και ζητά ακόμα και «εξολόθρευση» των εργατών. Παρά το ότι ο Parsons και άλλοι ηγέτες από την αρχή των γεγονότων παρακινούν τους εργάτες να παραμείνουν ήρεμοι, κατηγορούνται ως υποκινητές και σύρονται να απολογηθούν για τα επεισόδια μπροστά στον αρχηγό της αστυνομίας και μέλη της «Ένωσης Πολιτών». Ο Albert απολύεται από τη δουλειά του και η Lucy για να στηρίξει την οικογένειά της (η οποία θα μεγαλώσει με τη γέννηση των δύο τους παιδιών, του Albert Jr και της Lulu Eda) ανοίγει ένα κατάστημα ρούχων.
Τα επόμενα χρόνια, ο Albert αναλαμβάνει γραμματέας της «Eight Hours League», ενώ από το 1879 η Lucy είναι μία από τις βασικές φωνές της «Ένωσης Εργαζομένων Γυναικών (Working Women’s Union)» του τμήματος του Σικάγο, μιας ένωσης που αγωνίζεται για τα δικαιώματα της γυναίκας και την ισονομία γυναικών και ανδρών. Εκεί γνωρίζει και τη μετέπειτα φίλη και συναγωνίστριά της Lizzie Holmes, με την οποία παράλληλα συνδιοργανώνει ομιλίες και επαφές για τη «∆ιεθνή Ένωση Εργαζομένων στην Ένδυση Γυναικών (International Ladies’ Garment Workers Union, ILGWU)».
Από το SLP στην International Working People's Association
Καθώς τα γεγονότα του 1877 αποτελούν παρελθόν, το SLP στην προσπάθειά του να αυξήσει την επιρροή του κάνει άνοιγμα, υποστηρίζοντας πιο μετριοπαθείς υποψηφίους. Το γεγονός αυτό οδηγεί σε διαμάχη και αργότερα σε διάσπαση, αφού τα ριζοσπαστικά στοιχεία της ένωσης επικρίνουν ανοικτά την ηγεσία τους, κατηγορώντας την ότι η παράταξη ξέφυγε από τις αρχές της ως φωνή της επαναστατικής εργατικής τάξης. Το πρόβλημα, σύμφωνα με τη Lucy, είναι η μετάλλαξη της ένωσης και ο αναμορφωτικός της πλέον χαρακτήρας στο να μετασχηματιστούν και όχι να εκριζωθούν οι καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις. Έτσι, οι ριζοσπάστες, ανάμεσά τους φυσικά η Lucy και ο Albert, παίρνουν τον έλεγχο των εντύπων της ένωσης και ιδρύουν το «Επαναστατικό Σοσιαλιστικό Κόμμα (Revolutionary Socialistic Party, RSP)». Το αγγλόφωνο τμήμα του SLP ουσιαστικά εξαφανίζεται και η εφημερίδα του, ο Σοσιαλιστής, διαλύεται.
Τον Οκτώβριο του 1883, πραγματοποιείται στο Πίτσμπουργκ το «Συνέδριο των Σοσιαλιστών της Βορείου Αμερικής», ένα συνέδριο με τη συμμετοχή εκπροσώπων ριζοσπαστικής σκέψης σχεδόν απ’ όλη τη χώρα. Το συνέδριο έχει ως αποτέλεσμα την προσχώρηση του RSP στη «∆ιεθνή Ένωση Εργαζομένων (International Working People’s Association, IWPA)», μία αναρχική ένωση που κηρύττει την επαναστατική άμεση δράση προς μία κοινωνία συνεργασίας και αλληλεγγύης χωρίς κράτος και εξουσιαστικές σχέσεις. Η ένωση αυτή διέπεται από πολλά από τα χαρακτηριστικά του ριζοσπαστισμού της Lucy, γι’ αυτό και οι Parsons με χαρά κι ελπίδα βλέπουν την προσχώρηση σ’ αυτήν.
Ακολούθως, μία αντιπροσωπεία, αποτελούμενη από τους Victor Drury (της παρισινής Κομμούνας), Johann Most, Albert Parsons, Joseph Reifgraber και August Spies (ηγέτης του RSP και μελλοντικός μάρτυρας της Haymarket), σχεδιάζει το «Pittsburgh Manifesto» ως δήλωση των αρχών και του σκοπού της IWPA. Το κείμενο αυτό, πιθανόν η πρώτη δήλωση αναρχικών στις ΗΠΑ, αποτελεί τη βάση πάνω στην οποία χτίζεται το αναρχικό κίνημα του Σικάγο και που για χρόνια ακολουθεί το αμερικανικό τμήμα της IWPA. Κάτι ανάμεσα σε οργάνωση και δίκτυο, η IWPA δεν είναι ούτε κόμμα ούτε μία παραδοσιακή οργάνωση μελών. Παρά το ότι τις βασικές κολεκτίβες της αποτελούν έξι μικρές ομάδες ομοϊδεατών, οι οποίες επιβίωσαν της διάσπασης του SLP, ο όλο και αυξανόμενος αριθμός τους αντικατοπτρίζει τον μοναδικό οργανωτικό χαρακτήρα της. Οι ομάδες αυτές χαρακτηρίζονται από απόλυτη αυτονομία και η μόνη αυστηρή σύνδεσή τους με την IWPA είναι η υιοθέτηση του «Pittsburgh Manifesto». ∆εν έχουν ιεραρχική οργάνωση, δεν υπάρχει καμία μόνιμη ηγεσία ή διοικητικό προσωπικό και όλα τα μέλη είναι υπεύθυνα για τον τρόπο οργάνωσης και επιμερισμού της εργασίας της ομάδας τους. Ο συντονιστής μίας συνάντησης ορίζεται από τους παρευρισκομένους και κάθε φορά είναι διαφορετικός, ενώ ο γραμματέας και ο ταμίας εκλέγονται κάθε έξι μήνες και ανά πάσα στιγμή είναι ανακλητοί. Η οργάνωση απαιτεί τη συμμετοχή όλων και γι’ αυτό δεν είναι εύκολο σε κάποιο πρόσωπο ή σε κάποια κλίκα να ελέγξει και να ποδηγετήσει την ομάδα.
Στις 4 Οκτωβρίου του 1884, το αμερικανικό τμήμα τής IWPA κυκλοφορεί το «The Alarm», το αγγλόφωνο εβδομαδιαίο της περιοδικό με τον Albert επιμελητή. Παρά την ύπαρξη αξιολογότατων αρθρογράφων σε αυτό (Dyer Lum, Al. Parsons, Lizzie Holmes) η Lucy αποδεικνύεται για άλλη μία φορά περισσότερο ριζοσπάστης ανάμεσα σε ριζοσπάστες τόσο στην επιλογή των θεμάτων της όσο και στον τρόπο γραφής της και θέτει από την αρχή τις γραμμές του αναρχικού κινήματος στο Σικάγο. Γενικά, τα βιβλία και οι εκδόσεις που προσφέρει το Alarm περιλαμβάνουν ποικιλία αναρχικών εντύπων απ’ όλη τη χώρα, που το καθένα από αυτά αντιπροσωπεύει διάφορες ομάδες και οπτικές περί αναρχίας, αποδεικνύοντας έτσι την πολυφωνία που επικρατεί στην IWPA και ειδικότερα στους αναρχικούς του Σικάγο, το «Chicago Idea anarchism», ένα όραμα και ένα σχέδιο που η Lucy συνέχεια εμπλουτίζει και οδηγεί σε όλο και διαφορετικές κατευθύνσεις με κύριο χαρακτηριστικό τον πλουραλισμό.
«A Word to Tramps»
Σ’ αυτό το πρώτο τεύχος του Alarm περιλαμβάνεται ένα εισαγωγικό της με τίτλο «A Word to Tramps», ένα ιστορικό κείμενο που καταγράφει την πίστη της για την αμετάβλητη φύση του καπιταλισμού και την ανάγκη για άμεση βίαιη δράση. Χαρακτηριζόμενο ως «ένα μήνυμα στους τριάντα πέντε χιλιάδες ανθρώπους που τώρα αλητεύουν στους δρόμους αυτής της μεγάλης πόλης», το άρθρο της αποτελεί μία απροκάλυπτη παραίνεση στους εργάτες και τους άνεργους να εξεγερθούν ενάντια στους πλουτοκράτες και εισάγει την έννοια της «προπαγάνδας δια της πράξης», φιλοσοφίας που κηρύττει ότι μόνο η βίαιη δράση ή η απειλή αυτής μπορούν να φέρουν αποτέλεσμα.
Η Lucy αναπτύσσει τη θεωρία της περί βίας επηρεασμένη τόσο από τον Most (γερμανό αναρχικό που ήρθε στις ΗΠΑ μετά από ένα χρόνο στη φυλακή, λόγω άρθρου του που καλούσε σε δολοφονία του Τσάρου) όσο κι απ’ τον Benjamin Tucker. Στη συνέχεια, όμως, κυρίως μετά την τραγικότητα των γεγονότων της Haymarket, και παρότι και αργότερα αυτή είναι που θα αποτελέσει το πιο αφοσιωμένο και δυναμικό ίσως στοιχείο των IWW, παύει να υποστηρίζει με την ίδια θέρμη την αναγκαιότητα ανάληψης βίαιης δράσης και συνειδητοποιεί ότι το μεγαλείο της φιλοσοφίας, της ιδεολογίας και του οράματός της δεν μπορεί να χτιστεί με την ίδια βαναυσότητα και αναλγησία που το κατεστημένο χρησιμοποιεί.
Όμως, την περίοδο εκείνη, το μήνυμά της είναι επίμονο και ανένδοτο και φαίνεται ότι μαζί της συμφωνούν πολλοί. Η IWPA, ανοιχτή σε όλες τις μεθόδους που μπορούν να φέρουν αποτέλεσμα στη μάχη ενάντια στον καπιταλισμό, τυπώνει και διανέμει 100.000 αντίγραφα του άρθρου σ’ όλη τη χώρα. «∆εν έχετε δουλέψει σκληρά σ’ όλη σας τη ζωή», γράφει στο κείμενό της, «από τότε που μεγαλώσατε αρκετά για να παράγετε πλούτο; ∆εν έχετε μοχθήσει τόσο πολύ και σκληρά κι επίπονα γι’ αυτό; Κι όλα αυτά τα χρόνια της αγγαρείας, δεν ξέρετε ότι παραγάγατε πλούτο αμέτρητων χιλιάδων δολαρίων, απ’ τον οποίο τίποτε δεν πήρατε ούτε τότε, ούτε τώρα και, αν δεν δράσετε, δεν πρόκειται να πάρετε ούτε στο μέλλον; ∆εν βλέπετε ότι όλα αυτά τα χρόνια, που μοχθούσατε 10 και 12 και 16 ώρες το 24ωρο στον ζυγό μιας μηχανής, ελάχιστα κερδίσατε απ’ το προϊόν της εργασίας σας και μόνο τα απολύτως αναγκαία της ζωής; Κι ότι, όταν επιθυμούσατε να αγοράσετε κάτι παραπάνω για σας ή την οικογένειά σας, αυτό έπρεπε να είναι της χειρότερης ποιότητας; Ή ότι, αν θέλατε να πάτε οπουδήποτε, έπρεπε να περιμένετε μέχρι την Κυριακή; Τόσο λίγο αμειβόσασταν για τον ακατάπαυστο μόχθο σας που δεν τολμούσατε να σταματήσετε ούτε για ένα λεπτό. ∆εν νιώθετε ότι παρά το στρίμωγμα, την πίεση, τη λιτότητα και την οικονομία ποτέ δεν καταφέρατε να ξεφύγετε απ’ την ικανοποίηση αυστηρά και μόνο ζωτικών σας αναγκών; ∆εν βλέπετε ότι, τελικά, όποτε τ’ αφεντικό σας θεωρούσε σωστό να προκαλέσει τεχνητή έλλειψη αγαθών, περιορίζοντας την παραγωγή, σβήνοντας τις μηχανές του εργοστασίου, σταματώντας το σιδερένιο άλογο που σας έσερνε και κλειδώνοντας την πόρτα, εσείς έπρεπε να πάρετε τους δρόμους σαν αλήτες κουρελήδες με το στομάχι άδειο;».
Και συνεχίζει: «Κι όμως, σας έλεγε ότι η υπερπαραγωγή ήταν που τον ανάγκασε να κλείσει. Ποιος νοιάστηκε για τα πικρά δάκρυα και τα καρδιοχτύπια της γυναίκας που αγαπάτε και των αβοήθητων παιδιών σας, όταν ξεκινούσατε περιπλανώμενοι ν’ αναζητήσετε δουλειά κάπου αλλού; Σας ρωτώ, ποιος ενδιαφέρθηκε για τους πόνους και τις δυσκολίες που περάσατε; Τώρα είσαστε σκέτοι αλήτες, καταραμένοι και καταδικασμένοι, ‘άχρηστοι αλήτες και πλάνητες’, για τους ανθρώπους αυτής της τάξης που τόσα χρόνια λήστευε εσάς και τους δικούς σας. ∆εν μπορείτε να καταλάβετε ότι δεν υπάρχει ‘καλό’ και ‘κακό’ αφεντικό; ∆εν νιώθετε ότι θύμα και των δύο είστε εσείς και ότι αποστολή τους απλά είν’ η ληστεία; ∆εν βλέπετε ότι είναι το βιομηχανικό σύστημα που πρέπει να αλλάξει κι όχι το αφεντικό;».
Φυσικά, οι αρχές αλλά και το ισχυρό κατεστημένο της πόλης δίνουν τη δική τους μάχη και κάνουν προσπάθεια να τη σιγήσουν. Αναφέρει η Chicago Tribune: «Όταν ένας ζητιάνος ζητά ψωμί, βάλτε πάνω του στρυχνίνη ή αρσενικό και δε θα σας ενοχλήσει ξανά». Η Chicago Times προσθέτει στο ίδιο μοτίβο: «Χειροβομβίδες πρέπει να πετάξουμε εναντίον αυτής της ένωσης, που ζητά μεγαλύτερους μισθούς και λιγότερες ώρες. Έτσι, και αυτοί θα πάρουν ένα καλό μάθημα και οι υπόλοιποι απεργοί θα λάβουν προειδοποίηση για την τύχη που θα έχουν και οι ίδιοι». Η Lucy, όμως, δεν κάνει πίσω: «Στείλτε τα αιτήματά σας και αφήστε τους να τα διαβάσουν με το πορφυρό φως της καταστροφής… Να είστε σίγουροι ότι έχετε μιλήσει σ’ αυτούς τους ληστές στη μόνη γλώσσα που μπορούν να καταλάβουν… Κι αν ο καθένας από εσάς, τους πεινασμένους αλήτες, που διαβάζετε αυτές τις γραμμές, χρησιμοποιήσει εκείνες τις μεθόδους αγώνα που η επιστήμη έκανε διαθέσιμες στους φτωχούς, θα γίνετε ισχυροί τόσο σ’ αυτήν τη χώρα όσο και οπουδήποτε αλλού. Μάθετε τη χρήση των εκρηκτικών!».
Συνεχίζεται
Lucy Parsons
Η Lucy Parsons, η «σκοτεινή» Lucy, μία από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες στο πεδίο της εργατικής πάλης και των κοινωνικών αγώνων, για περίπου επτά δεκαετίες στιγμάτισε με τη ζωή και το έργο της και καθόρισε τόσο το αναρχικό κίνημα όσο και ευρύτερα τη ριζοσπαστική πολιτική σκέψη. Φλογερή και εμπνευσμένη ομιλητής, ακούραστη οργανώτρια απεργιών, εργατικών κινητοποιήσεων και διαδηλώσεων κάθε μορφής, δυναμική ακτιβίστρια ποικίλων διεκδικήσεων, η Parsons διαδραμάτισε ενεργό ρόλο σε σημαντικά γεγονότα της εποχής της και αναδείχτηκε πρωτοπόρος των εξελίξεων, αναλώνοντας τη ζωή της «αγωνιζόμενη για τα δικαιώματα των φτωχών, των ανέργων, των αστέγων, των γυναικών, των παιδιών, των μειονοτήτων».
Όμως, παρά το αστείρευτο συγγραφικό και ακτιβιστικό της έργο, ταυτόχρονα καταγράφεται ως μία από τις πιο αγνοημένες προσωπικότητες της παγκόσμιας επαναστατικής σκέψης και της αδέσμευτης αριστεράς, αφού ο ρόλος της συστηματικά αποσιωπήθηκε ή και εντέχνως αποκρύφτηκε από τους ιστορικούς. Πολλοί μάλιστα, δυστυχώς, ακόμα και σήμερα συνηθίζουν να την αναφέρουν απλά ως τη χήρα του Albert Parsons, του μάρτυρα της Haymarket που εκτελέστηκε για τις ιδέες του το 1887, παρότι η δράση της είχε ξεκινήσει μία δεκαετία νωρίτερα και ήδη αποτελούσε ηγετική μορφή στο συνδικαλιστικό κίνημα της Αμερικής.
Προσπαθώντας να ερμηνεύσει το γεγονός, ένας βιογράφος της αναφέρει ότι «η Parsons ήταν μαύρη, γυναίκα και εργάτρια, τρεις λόγοι για τους οποίους οι άνθρωποι αποκλείονται από την Ιστορία». Κι ενώ αυτή η οπτική ως ένα σημείο εξηγεί ικανοποιητικά τον εξοστρακισμό της από τη συμβατική ιστοριογραφία, η περίπτωση της Lucy Parsons δεν καλύπτεται πλήρως, αφού υπήρξαν κι άλλες προσωπικότητες με αυτά τα χαρακτηριστικά, οι οποίες αναγνωρίστηκαν και καθιερώθηκαν (κυρίως κατά τα κινήματα των δεκαετιών 1960 και 1970). Προσθέτοντας στους λόγους, ο Jacob McKean δίνει μια πειστικότερη εκδοχή: «το ότι ήταν αναρχική σήμαινε ότι δεν έτυχε μεγάλης προσοχής από τους μελετητές, οι οποίοι προβάλλουν μεταρρυθμιστές αντί κραυγάζοντες εξεγερμένους. Οι ακαδημαϊκοί, που εξετάζουν ριζοσπάστες γυναίκες αυτής της περιόδου, φαίνεται ότι προτιμούν την Emma Goldman, μία μεσαίας τάξης γυναίκα με ξεκάθαρη τη λευκή της ταυτότητα, της οποία η ανάλυση καθρεπτίζει περισσότερο αυτήν της νέας Αριστεράς».
Τα πρώτα χρόνια και το θέμα των καταβολών της
Λίγα πράγματα γνωρίζουμε για τα πρώτα χρόνια της ζωής της. Η Lucy Gonzalez, όπως ήταν το όνομά της, γεννιέται κατά την περίοδο του εμφυλίου πολέμου, τον Μάρτιο του 1853, στο Waco του Τέξας και μεγαλώνει, όταν ορφανεύει σε ηλικία 3 ετών, με συγγενείς της σ’ ένα τοπικό ράντσο. Αν και μερικοί ισχυρίζονται ότι προέρχεται από γονείς σκλάβους, λέγεται ότι η ίδια αναφέρει ως γονείς της τη μεξικάνα μιγάδα Marie del Gather και τον ινδιάνο Κρηκ John Waller.
Το ζήτημα των καταβολών της απασχολεί ακόμη και σήμερα τους βιογράφους της και τους ερευνητές, οι οποίοι προσπαθούν να εξηγήσουν τους λόγους για τους οποίους η Lucy επιμένει μόνο στην αμερικανική και μεξικάνικη καταγωγή της και αρνείται την αναμφισβήτητη αφροαμερικανική της προέλευση. Κάποιοι μελετητές, όπως η Ashbaugh και ο Davis, ισχυρίζονται ότι η επιλογή της είναι συνειδητή και αφορά την επιθυμία της να αποφύγει δύσκολες καταστάσεις, όπως για παράδειγμα τους νόμους περί ανάμειξης των φυλών. Επιπρόσθετα, εκείνη την περίοδο στο Τέξας δραστηριοποιείται έντονα η Ku Klux Klan και ήδη η Lucy κι ο Albert έχουν γίνει μάρτυρες ωμής βίας ενάντια σε αφροαμερικανούς. Είναι, λοιπόν, αρχικά ο φόβος και η ανάγκη αποφυγής δυσάρεστων εκπλήξεων οι λόγοι που την κάνουν να αρνηθεί την αφροαμερικανική της ταυτότητα.
Από την άλλη, φαίνεται πιθανό αυτή η απόφαση να αποτελεί παράλληλα κίνηση τακτικής. Γράφει ο Richard Brent Turner: «Όταν οι μαύροι ηγέτες εστιάζουν στην εθνικότητα και οικοδομούν νέα εθνικά ονόματα για τις φυλές τους, ρίχνουν νερό και σβήνουν τη φωτιά του ρατσισμού, κάνοντας τους εαυτούς τους και τους οπαδούς τους περισσότερο αποδεκτούς στον κυρίαρχο λευκό αμερικανό». Έτσι, παρά το ότι η μεξικάνικη και ινδιάνικη καταγωγή της δεν είναι και εντελώς ανεπηρέαστη από μισαλλοδοξία, η εξωτική τους όμως αναφορά μετριάζει τα αποτελέσματα της ρατσιστικής συμπεριφοράς. Θα μπορούσε, λοιπόν, η Lucy να κινηθεί, όπως κινήθηκε, και να επιτύχει ό,τι πέτυχε, αν η παραδοχή της αφροαμερικανικής της προέλευσης έθετε σε κίνδυνο τη ζωή της και αποτελούσε εμπόδιο στην πορεία της, δημιουργώντας της εξαρχής προβλήματα μη αποδοχής των ιδεών και των κηρυγμάτων της στον κόσμο των λευκών;
Γνωριμία με τον Albert Parsons και εγκατάσταση στο Chicago
Σε ηλικία 17 ετών πια, κι ενώ ζει (ίσως και παντρεμένοι) με τον πρώην σκλάβο Oliver Gathings, η Lucy γνωρίζει τον Albert Parsons. Ο Albert, έχοντας μετά τον πόλεμο αναπτύξει πλούσια πολιτική δράση, εργάζεται εκείνο το διάστημα για διάφορα έντυπα των ∆ημοκρατών και συμμετέχει σε εκστρατείες υποστήριξης των αδύναμων και των περιθωριοποιημένων. Πιθανόν, σε ένα τέτοιο ταξίδι του είναι που γνωρίζει τη Lucy. Το ζευγάρι λέγεται ότι παντρεύεται γύρω στο 18711872 begin_of_the_skype_highlighting 18711872 end_of_the_skype_highlighting κοντά στο Όστιν του Τέξας, αν και είναι λίγες οι πιθανότητες να ευσταθεί κάτι τέτοιο, αφού ο νόμος τότε απαγορεύει τους διαφυλετικούς γάμους. Αυτός αποτελεί, άλλωστε, τον ένα λόγο, για τον οποίο το 1872 αναγκάζονται να εγκαταλείψουν την περιοχή. Ο δεύτερος είναι το γεγονός ότι το ζευγάρι εμπλέκεται όλο και περισσότερο στους κοινωνικούς αγώνες, υποστηρίζοντας το δικαίωμα των μαύρων για ψήφο, πράγμα που φυσικά δεν αρέσει στην KKK· ο Albert πυροβολείται στο πόδι και απειλείται με λυντσάρισμα.
Αφήνοντας πίσω τον απειλητικό νότο, φτάνουν στο βιομηχανικό Σικάγο το 1873 σε μία περίοδο που χαρακτηρίζεται ως εποχή της χειρότερης ύφεσης που γνώρισαν οι ΗΠΑ, γνωστή ως «Panic of 1873», η οποία έχει οδηγήσει εκατομμύρια ανθρώπων στην ανεργία. Έχει προηγηθεί σειρά αντεργατικών μέτρων και η εφαρμογή από το 1864 νόμων που επιτρέπουν στους εργοδότες να εισάγουν και να απασχολούν μετανάστες εργάτες για τις επιχειρήσεις τους, γεγονός που επιφέρει συντριπτική πτώση των αμοιβών των εργατών. Παράλληλα, οι βιομήχανοι απαιτούν ασταμάτητη παραγωγή προκειμένου να καλυφθεί η συνεχής ζήτηση για αγαθά. Ο εργαζόμενος πληθυσμός, ο οποίος ήδη έχει διαποτιστεί από τη σοσιαλιστική και αναρχική ιδεολογία που από καιρό έχει εισαχθεί στις ΗΠΑ, αναλαμβάνει δράση. Απρόθυμος να δουλεύει τις περισσότερες ώρες της ημέρας του για τα κέρδη των βιομηχάνων ξεκινά από το 1866 τον αγώνα για την καθιέρωση του 8ώρου. ∆υστυχώς, μετά την ήττα του κινήματος και όλων αυτών των προσπαθειών, το Σικάγο πνίγεται στα προβλήματα.
Σε μία τέτοια περίοδο αστάθειας και αναταραχών, οι Parsons εγκαθίστανται σ’ ένα μικρό διαμέρισμα σε μια γειτονιά γερμανών μεταναστών στη βόρεια πλευρά της πόλης. Λόγω της προηγούμενής του εμπειρίας στον τύπο του Τέξας, ο Albert γρήγορα βρίσκει δουλειά στους Times ως τυπογράφος και εντάσσεται στη συνδικαλιστική ένωση του κλάδου του, μίας από τις πιο ενεργές και σκληροπυρηνικές οργανώσεις στην πόλη.
Έναρξη πολιτικοποίησης και ανάληψη δράσης
Μέσα από τη δουλειά και τη δράση του στην ένωση των τυπογράφων, ο Albert σύντομα γνωρίζει το πολιτικό σκηνικό και εμπλέκεται στα κοινωνικά πράγματα. Αρχικά, το 1876 εισχωρεί στο «Κοινωνικό ∆ημοκρατικό Κόμμα (Social Democratic Party, SDP)» της βόρειας Αμερικής, το όργανο της 1ης ∆ιεθνούς στις ΗΠΑ, και όταν αυτό συρρικνώνεται (μετά τη διάλυση της ∆ιεθνούς το καλοκαίρι του 1876), ο Albert προσχωρεί στο «Εργατικό Κόμμα των ΗΠΑ (Workingmen’s Party of the United States, WPUSA)». Το αγγλόφωνο τμήμα του κόμματος συχνά συνευρίσκεται στο σπίτι των Parsons και για πολύ καιρό οι Albert και Lucy βοηθούν στο σχεδιασμό της κοινωνικής δράσης στην πόλη.
Η επόμενη χρονιά του 1877 αποτελεί έτος ορόσημο για τις ΗΠΑ, αφού τότε πραγματοποιείται η πρώτη γενική απεργία στη χώρα, η μεγάλη απεργία των σιδηροδρομικών, η οποία συγκλονίζει την πολιτική και οικονομική της ζωή. Η προσπάθεια του WPUSA να στηρίξει την απεργία και να της εμφυσήσει σοσιαλιστική προπαγάνδα έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ζυμώσεων στο εσωτερικό του, την αποστασιοποίηση κάποιων μελών του, την προσχώρηση σε αυτό και άλλων κοινωνικών ομάδων και την πολιτική του τελικά διαίρεση, η οποία παίρνει μορφή τον ∆εκέμβριο του 1877 με τη δημιουργία μιας νέας παράταξης, του «Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος (Socialistic Labor Party, SLP)».
Μ’ αυτήν την ομάδα συνεχίζουν οι Parsons, οι οποίοι πλέον σταθερά προσχωρούν στους κύκλους των αναρχικών και επαναστατών εργατών του Σικάγο. Παράλληλα, το εκδοτικό όργανο του SLP, το «Τhe Socialist», η πρώτη αγγλόφωνη σοσιαλιστική εφημερίδα της πόλης, της οποίας βοηθός έκδοσης είναι ο Albert, αποτελεί για τη Lucy ένα βήμα να εκφράσει τις θέσεις της για τον αγώνα της εργατικής τάξης και να περιγράψει την κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι εργάτες, οι άνεργοι, οι μαύροι, οι γυναίκες, οι βετεράνοι του εμφυλίου. Γράμματά της προς την εφημερίδα το 187879 σκιαγραφούν την άποψή της ότι καπιταλισμός και κράτος είναι αδιαχώριστα δεμένοι: «Κάντε το λαό να συνειδητοποιήσει ότι αυτοί οι ληστές κατέχουν περιουσίες (προϊόν τεράστιας απλήρωτης εργασίας) υπό την πρόφαση των νόμων που αυτοί οι ίδιοι έχουν θεσπίσει και με την ανοχή των υπολοίπων που στέκονται απ’ έξω και λιμοκτονούν…».
Παρά τη συμμετοχή της προηγούμενα στο WPUSA, είναι η προσχώρησή της στο SLP τελικά αυτό που αποτελεί για τη Lucy την πρώτη ουσιαστικά εμπλοκή της με το οργανωμένο πολιτικό κίνημα και η απεργία του 1877 το γεγονός που αλλάζει μια και καλή τον τρόπο σκέψης της. Αναφέρει η ίδια: «Ήταν κατά τη διάρκεια της μεγάλης απεργίας των σιδηροδρομικών το 1877 που για πρώτη φορά ενδιαφέρθηκα για αυτό που είναι γνωστό ως ‘Εργατικό ζήτημα’. Μέχρι τότε πίστευα, όπως χιλιάδες σοβαροί και ειλικρινείς άνθρωποι, ότι η συγκεντρωτική εξουσία που κυριαρχεί στην ανθρώπινη κοινωνία, γνωστή ως Κυβέρνηση, μπορούσε να αποτελέσει ένα όργανο στα χέρια των καταπιεσμένων για ν’ ανακουφιστούν από τα βάσανά τους… Κατάλαβα, όμως, πως οι οργανωμένες κυβερνήσεις χρησιμοποιούν τη συγκεντρωμένη δύναμή τους για να επιβραδύνουν την πρόοδο με το να καταπνίγουν τη φωνή αυτών που διαφωνούν και ότι μια τέτοια ολοκληρωτική εξουσία ασκείται για το συμφέρον των λίγων σε βάρος των πολλών. Κυβέρνηση, σε τελική ανάλυση, είναι η ξεπεσμένη εξουσία. Οι Κυβερνήσεις ποτέ δεν οδηγούν στην πρόοδο, πάντα την ακολουθούν. Όταν η φυλάκιση, η πυρά ή η κρεμάλα δεν μπορούν άλλο να καταπνίξουν τη φωνή της μειονότητας που διαμαρτύρεται, τότε η πρόοδος κάνει ένα βήμα μπροστά, αλλά ποτέ μέχρι τότε».
Όμως, η απεργία των σιδηροδρόμων αγγίζει τη Lucy και σε προσωπικό επίπεδο. Όταν αυτή γενικεύεται και φτάνει τον Ιούλιο στο Σικάγο, κάποιοι εργάτες εμπλέκονται σε σαμποτάζ και παράνομες μορφές διαμαρτυρίας. Στις 26 του Ιούλη, ο στρατός μπαίνει στην πόλη για να κατευνάσει με τη βοήθεια της αστυνομίας και οργισμένων πολιτών τα πνεύματα. Τις επόμενες ημέρες ακολουθούν σποραδικές μάχες, στις οποίες 35 εργάτες χάνουν τη ζωή τους και πάνω από 200 τραυματίζονται σοβαρά, ενώ ο Τύπος της πόλης επιδοκιμάζει τη βίαιη καταστολή και ζητά ακόμα και «εξολόθρευση» των εργατών. Παρά το ότι ο Parsons και άλλοι ηγέτες από την αρχή των γεγονότων παρακινούν τους εργάτες να παραμείνουν ήρεμοι, κατηγορούνται ως υποκινητές και σύρονται να απολογηθούν για τα επεισόδια μπροστά στον αρχηγό της αστυνομίας και μέλη της «Ένωσης Πολιτών». Ο Albert απολύεται από τη δουλειά του και η Lucy για να στηρίξει την οικογένειά της (η οποία θα μεγαλώσει με τη γέννηση των δύο τους παιδιών, του Albert Jr και της Lulu Eda) ανοίγει ένα κατάστημα ρούχων.
Τα επόμενα χρόνια, ο Albert αναλαμβάνει γραμματέας της «Eight Hours League», ενώ από το 1879 η Lucy είναι μία από τις βασικές φωνές της «Ένωσης Εργαζομένων Γυναικών (Working Women’s Union)» του τμήματος του Σικάγο, μιας ένωσης που αγωνίζεται για τα δικαιώματα της γυναίκας και την ισονομία γυναικών και ανδρών. Εκεί γνωρίζει και τη μετέπειτα φίλη και συναγωνίστριά της Lizzie Holmes, με την οποία παράλληλα συνδιοργανώνει ομιλίες και επαφές για τη «∆ιεθνή Ένωση Εργαζομένων στην Ένδυση Γυναικών (International Ladies’ Garment Workers Union, ILGWU)».
Από το SLP στην International Working People's Association
Καθώς τα γεγονότα του 1877 αποτελούν παρελθόν, το SLP στην προσπάθειά του να αυξήσει την επιρροή του κάνει άνοιγμα, υποστηρίζοντας πιο μετριοπαθείς υποψηφίους. Το γεγονός αυτό οδηγεί σε διαμάχη και αργότερα σε διάσπαση, αφού τα ριζοσπαστικά στοιχεία της ένωσης επικρίνουν ανοικτά την ηγεσία τους, κατηγορώντας την ότι η παράταξη ξέφυγε από τις αρχές της ως φωνή της επαναστατικής εργατικής τάξης. Το πρόβλημα, σύμφωνα με τη Lucy, είναι η μετάλλαξη της ένωσης και ο αναμορφωτικός της πλέον χαρακτήρας στο να μετασχηματιστούν και όχι να εκριζωθούν οι καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις. Έτσι, οι ριζοσπάστες, ανάμεσά τους φυσικά η Lucy και ο Albert, παίρνουν τον έλεγχο των εντύπων της ένωσης και ιδρύουν το «Επαναστατικό Σοσιαλιστικό Κόμμα (Revolutionary Socialistic Party, RSP)». Το αγγλόφωνο τμήμα του SLP ουσιαστικά εξαφανίζεται και η εφημερίδα του, ο Σοσιαλιστής, διαλύεται.
Τον Οκτώβριο του 1883, πραγματοποιείται στο Πίτσμπουργκ το «Συνέδριο των Σοσιαλιστών της Βορείου Αμερικής», ένα συνέδριο με τη συμμετοχή εκπροσώπων ριζοσπαστικής σκέψης σχεδόν απ’ όλη τη χώρα. Το συνέδριο έχει ως αποτέλεσμα την προσχώρηση του RSP στη «∆ιεθνή Ένωση Εργαζομένων (International Working People’s Association, IWPA)», μία αναρχική ένωση που κηρύττει την επαναστατική άμεση δράση προς μία κοινωνία συνεργασίας και αλληλεγγύης χωρίς κράτος και εξουσιαστικές σχέσεις. Η ένωση αυτή διέπεται από πολλά από τα χαρακτηριστικά του ριζοσπαστισμού της Lucy, γι’ αυτό και οι Parsons με χαρά κι ελπίδα βλέπουν την προσχώρηση σ’ αυτήν.
Ακολούθως, μία αντιπροσωπεία, αποτελούμενη από τους Victor Drury (της παρισινής Κομμούνας), Johann Most, Albert Parsons, Joseph Reifgraber και August Spies (ηγέτης του RSP και μελλοντικός μάρτυρας της Haymarket), σχεδιάζει το «Pittsburgh Manifesto» ως δήλωση των αρχών και του σκοπού της IWPA. Το κείμενο αυτό, πιθανόν η πρώτη δήλωση αναρχικών στις ΗΠΑ, αποτελεί τη βάση πάνω στην οποία χτίζεται το αναρχικό κίνημα του Σικάγο και που για χρόνια ακολουθεί το αμερικανικό τμήμα της IWPA. Κάτι ανάμεσα σε οργάνωση και δίκτυο, η IWPA δεν είναι ούτε κόμμα ούτε μία παραδοσιακή οργάνωση μελών. Παρά το ότι τις βασικές κολεκτίβες της αποτελούν έξι μικρές ομάδες ομοϊδεατών, οι οποίες επιβίωσαν της διάσπασης του SLP, ο όλο και αυξανόμενος αριθμός τους αντικατοπτρίζει τον μοναδικό οργανωτικό χαρακτήρα της. Οι ομάδες αυτές χαρακτηρίζονται από απόλυτη αυτονομία και η μόνη αυστηρή σύνδεσή τους με την IWPA είναι η υιοθέτηση του «Pittsburgh Manifesto». ∆εν έχουν ιεραρχική οργάνωση, δεν υπάρχει καμία μόνιμη ηγεσία ή διοικητικό προσωπικό και όλα τα μέλη είναι υπεύθυνα για τον τρόπο οργάνωσης και επιμερισμού της εργασίας της ομάδας τους. Ο συντονιστής μίας συνάντησης ορίζεται από τους παρευρισκομένους και κάθε φορά είναι διαφορετικός, ενώ ο γραμματέας και ο ταμίας εκλέγονται κάθε έξι μήνες και ανά πάσα στιγμή είναι ανακλητοί. Η οργάνωση απαιτεί τη συμμετοχή όλων και γι’ αυτό δεν είναι εύκολο σε κάποιο πρόσωπο ή σε κάποια κλίκα να ελέγξει και να ποδηγετήσει την ομάδα.
Στις 4 Οκτωβρίου του 1884, το αμερικανικό τμήμα τής IWPA κυκλοφορεί το «The Alarm», το αγγλόφωνο εβδομαδιαίο της περιοδικό με τον Albert επιμελητή. Παρά την ύπαρξη αξιολογότατων αρθρογράφων σε αυτό (Dyer Lum, Al. Parsons, Lizzie Holmes) η Lucy αποδεικνύεται για άλλη μία φορά περισσότερο ριζοσπάστης ανάμεσα σε ριζοσπάστες τόσο στην επιλογή των θεμάτων της όσο και στον τρόπο γραφής της και θέτει από την αρχή τις γραμμές του αναρχικού κινήματος στο Σικάγο. Γενικά, τα βιβλία και οι εκδόσεις που προσφέρει το Alarm περιλαμβάνουν ποικιλία αναρχικών εντύπων απ’ όλη τη χώρα, που το καθένα από αυτά αντιπροσωπεύει διάφορες ομάδες και οπτικές περί αναρχίας, αποδεικνύοντας έτσι την πολυφωνία που επικρατεί στην IWPA και ειδικότερα στους αναρχικούς του Σικάγο, το «Chicago Idea anarchism», ένα όραμα και ένα σχέδιο που η Lucy συνέχεια εμπλουτίζει και οδηγεί σε όλο και διαφορετικές κατευθύνσεις με κύριο χαρακτηριστικό τον πλουραλισμό.
«A Word to Tramps»
Σ’ αυτό το πρώτο τεύχος του Alarm περιλαμβάνεται ένα εισαγωγικό της με τίτλο «A Word to Tramps», ένα ιστορικό κείμενο που καταγράφει την πίστη της για την αμετάβλητη φύση του καπιταλισμού και την ανάγκη για άμεση βίαιη δράση. Χαρακτηριζόμενο ως «ένα μήνυμα στους τριάντα πέντε χιλιάδες ανθρώπους που τώρα αλητεύουν στους δρόμους αυτής της μεγάλης πόλης», το άρθρο της αποτελεί μία απροκάλυπτη παραίνεση στους εργάτες και τους άνεργους να εξεγερθούν ενάντια στους πλουτοκράτες και εισάγει την έννοια της «προπαγάνδας δια της πράξης», φιλοσοφίας που κηρύττει ότι μόνο η βίαιη δράση ή η απειλή αυτής μπορούν να φέρουν αποτέλεσμα.
Η Lucy αναπτύσσει τη θεωρία της περί βίας επηρεασμένη τόσο από τον Most (γερμανό αναρχικό που ήρθε στις ΗΠΑ μετά από ένα χρόνο στη φυλακή, λόγω άρθρου του που καλούσε σε δολοφονία του Τσάρου) όσο κι απ’ τον Benjamin Tucker. Στη συνέχεια, όμως, κυρίως μετά την τραγικότητα των γεγονότων της Haymarket, και παρότι και αργότερα αυτή είναι που θα αποτελέσει το πιο αφοσιωμένο και δυναμικό ίσως στοιχείο των IWW, παύει να υποστηρίζει με την ίδια θέρμη την αναγκαιότητα ανάληψης βίαιης δράσης και συνειδητοποιεί ότι το μεγαλείο της φιλοσοφίας, της ιδεολογίας και του οράματός της δεν μπορεί να χτιστεί με την ίδια βαναυσότητα και αναλγησία που το κατεστημένο χρησιμοποιεί.
Όμως, την περίοδο εκείνη, το μήνυμά της είναι επίμονο και ανένδοτο και φαίνεται ότι μαζί της συμφωνούν πολλοί. Η IWPA, ανοιχτή σε όλες τις μεθόδους που μπορούν να φέρουν αποτέλεσμα στη μάχη ενάντια στον καπιταλισμό, τυπώνει και διανέμει 100.000 αντίγραφα του άρθρου σ’ όλη τη χώρα. «∆εν έχετε δουλέψει σκληρά σ’ όλη σας τη ζωή», γράφει στο κείμενό της, «από τότε που μεγαλώσατε αρκετά για να παράγετε πλούτο; ∆εν έχετε μοχθήσει τόσο πολύ και σκληρά κι επίπονα γι’ αυτό; Κι όλα αυτά τα χρόνια της αγγαρείας, δεν ξέρετε ότι παραγάγατε πλούτο αμέτρητων χιλιάδων δολαρίων, απ’ τον οποίο τίποτε δεν πήρατε ούτε τότε, ούτε τώρα και, αν δεν δράσετε, δεν πρόκειται να πάρετε ούτε στο μέλλον; ∆εν βλέπετε ότι όλα αυτά τα χρόνια, που μοχθούσατε 10 και 12 και 16 ώρες το 24ωρο στον ζυγό μιας μηχανής, ελάχιστα κερδίσατε απ’ το προϊόν της εργασίας σας και μόνο τα απολύτως αναγκαία της ζωής; Κι ότι, όταν επιθυμούσατε να αγοράσετε κάτι παραπάνω για σας ή την οικογένειά σας, αυτό έπρεπε να είναι της χειρότερης ποιότητας; Ή ότι, αν θέλατε να πάτε οπουδήποτε, έπρεπε να περιμένετε μέχρι την Κυριακή; Τόσο λίγο αμειβόσασταν για τον ακατάπαυστο μόχθο σας που δεν τολμούσατε να σταματήσετε ούτε για ένα λεπτό. ∆εν νιώθετε ότι παρά το στρίμωγμα, την πίεση, τη λιτότητα και την οικονομία ποτέ δεν καταφέρατε να ξεφύγετε απ’ την ικανοποίηση αυστηρά και μόνο ζωτικών σας αναγκών; ∆εν βλέπετε ότι, τελικά, όποτε τ’ αφεντικό σας θεωρούσε σωστό να προκαλέσει τεχνητή έλλειψη αγαθών, περιορίζοντας την παραγωγή, σβήνοντας τις μηχανές του εργοστασίου, σταματώντας το σιδερένιο άλογο που σας έσερνε και κλειδώνοντας την πόρτα, εσείς έπρεπε να πάρετε τους δρόμους σαν αλήτες κουρελήδες με το στομάχι άδειο;».
Και συνεχίζει: «Κι όμως, σας έλεγε ότι η υπερπαραγωγή ήταν που τον ανάγκασε να κλείσει. Ποιος νοιάστηκε για τα πικρά δάκρυα και τα καρδιοχτύπια της γυναίκας που αγαπάτε και των αβοήθητων παιδιών σας, όταν ξεκινούσατε περιπλανώμενοι ν’ αναζητήσετε δουλειά κάπου αλλού; Σας ρωτώ, ποιος ενδιαφέρθηκε για τους πόνους και τις δυσκολίες που περάσατε; Τώρα είσαστε σκέτοι αλήτες, καταραμένοι και καταδικασμένοι, ‘άχρηστοι αλήτες και πλάνητες’, για τους ανθρώπους αυτής της τάξης που τόσα χρόνια λήστευε εσάς και τους δικούς σας. ∆εν μπορείτε να καταλάβετε ότι δεν υπάρχει ‘καλό’ και ‘κακό’ αφεντικό; ∆εν νιώθετε ότι θύμα και των δύο είστε εσείς και ότι αποστολή τους απλά είν’ η ληστεία; ∆εν βλέπετε ότι είναι το βιομηχανικό σύστημα που πρέπει να αλλάξει κι όχι το αφεντικό;».
Φυσικά, οι αρχές αλλά και το ισχυρό κατεστημένο της πόλης δίνουν τη δική τους μάχη και κάνουν προσπάθεια να τη σιγήσουν. Αναφέρει η Chicago Tribune: «Όταν ένας ζητιάνος ζητά ψωμί, βάλτε πάνω του στρυχνίνη ή αρσενικό και δε θα σας ενοχλήσει ξανά». Η Chicago Times προσθέτει στο ίδιο μοτίβο: «Χειροβομβίδες πρέπει να πετάξουμε εναντίον αυτής της ένωσης, που ζητά μεγαλύτερους μισθούς και λιγότερες ώρες. Έτσι, και αυτοί θα πάρουν ένα καλό μάθημα και οι υπόλοιποι απεργοί θα λάβουν προειδοποίηση για την τύχη που θα έχουν και οι ίδιοι». Η Lucy, όμως, δεν κάνει πίσω: «Στείλτε τα αιτήματά σας και αφήστε τους να τα διαβάσουν με το πορφυρό φως της καταστροφής… Να είστε σίγουροι ότι έχετε μιλήσει σ’ αυτούς τους ληστές στη μόνη γλώσσα που μπορούν να καταλάβουν… Κι αν ο καθένας από εσάς, τους πεινασμένους αλήτες, που διαβάζετε αυτές τις γραμμές, χρησιμοποιήσει εκείνες τις μεθόδους αγώνα που η επιστήμη έκανε διαθέσιμες στους φτωχούς, θα γίνετε ισχυροί τόσο σ’ αυτήν τη χώρα όσο και οπουδήποτε αλλού. Μάθετε τη χρήση των εκρηκτικών!».
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου