Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2011

Η “Melancholia” μιας διαίρεσης: Λευκωσία

Από: Ειρήνη Ηλιοπούλου

Η διαίρεση γίνεται προϋπόθεση της ένωσης ενώ η σύγκρουση γίνεται προϋπόθεση της συνύπαρξης και της αλληλεγγύης.



Εισαγωγή

Σκηνή 1η
Ένα νιόπαντρο ζευγάρι καταφθάνει στο χώρο όπου θα πραγματοποιηθεί η γαμήλια δεξίωση. Η Τζουστίν, η ξανθιά νεαρή νύφη, αρχίζει να φέρεται περίεργα, ενώ όλοι τριγύρω ανησυχούν πως θα καταστρέψει το γεγονός. Είναι άρρωστη και αντικανονική· είναι μελαγχολική. Η ψυχολογική της ασθένεια θα μετατρέψει τη γιορτή σε πραγματική αποτυχία καθώς παράλληλα θα καταρρεύσουν οι οικογενειακές σχέσεις, το ζευγάρι θα χωρίσει και ο ορθολογισμός θα δώσει τη θέση του στην τρέλα. Η Τζουστίν είναι το πορτραίτο της καταστροφής, της αρρώστιας, του θανάτου. Είναι ανώμαλη, είναι στην “άλλη πλευρά”.
Σκηνή 2η
Ένας μυστηριώδης πλανήτης κατευθύνεται προς τη Γη προκαλώντας άγχος και φόβο. Ο πλανήτης ονομάζεται <<Μελαγχολία>>. Εντούτοις, οι επιστημονικές έρευνες δείχνουν πως η σύγκρουση δεν έχει πολλές πιθανότητες. Θα αποφευχθεί τελικά η συμφορά;
Σκηνή 3η
Η Κλαίρ είναι αδερφή της Τζουστίν και σύζυγος του Τζον. Φροντίζει την άρρωστη αδερφή της ενώ η ίδια βρίσκεται σε σχετικό πανικό λόγω του απειλητικού πλανήτη <<Μελαγχολία>>. Ο Τζον αντιπροσωπεύει την ορθή, επιστημονική σκέψη δίνοντας ασφαλείς απαντήσεις βασισμένες σε μαθηματικές συναρτήσεις που περιγράφουν την τροχιά του πλανήτη. Παρόλα αυτά η γυναίκα του, Κλαίρ, φαίνεται όλο και πιο συγχυσμένη επιμένοντας να βασίζεται στις προβλέψεις ενός παιδικού παιχνιδιού και όχι στις βεβαιότητες του ανδρός της. Ο Τζον πεθαίνει και παίρνει μαζί του τη λογική. Η Κλαιρ βρίσκεται πια σε απόλυτο πανικό την ίδια στιγμή που η νοσούσα Τζουστίν αναμένει ήρεμη την τελική στιγμή της καταστροφής.
Η Τζουστίν ζει σε μια πραγματικότητα πέρα από την πραγματικότητα, όπου η ευτυχία, οι κοινωνικές συμβάσεις και συμπεριφορές, η αγάπη, ο φόβος και η πρόσληψη του κόσμου, επαναπροσδιορίζονται μέσα από την ψυχολογική της κατάσταση. Η Κλαιρ βουτηγμένη στο φόβο της “άλλης πλευράς” κατασκευάζει την ταυτότητά της σε αντιδιαστολή με αυτήν της αδερφής της. ‘Δεν’ είναι άρρωστη, ‘δεν’ είναι ανώμαλη, ‘δεν’ είναι θλιμμένη, αλλά πραγματικά τρέμει στη σκέψη να γίνει όλα τα παραπάνω.
Σκηνή 4η
Ο πλανήτης <<Μελαγχολία>> πλησιάζει τη Γη και μετά από λίγο μια εκκωφαντική σύγκρουση διαλύει τα πάντα. Όλοι είναι νεκροί.
Πολλά άρθρα και κριτικές έχουν δημοσιευθεί για την καινούρια ταινία του Λαρς Φον Τρίερ <<Melancholia>>. Το παρόν κείμενο παραδέχεται την άντληση έμπνευσης από την ταινία σε μια προσπάθεια χρήσης των συμβολισμών του Τρίερ ώστε να συζητήσει για τη διαιρεμένη Λευκωσία και τις διαφορετικές προσλήψεις μιας τέτοιας χωρικής -και όχι μόνο- διαίρεσης. Η <<Μελαγχολία>> γίνεται κίνητρο για να ξεδιπλωθούν ευρήματα σχετικά με την έννοια του διαχωρισμού και φακός μέσα από τον οποίο τέτοια ευρήματα μπορούν εναλλακτικά να ειδωθούν.
Τζουστίν και Κλαιρ. Έτσι ονομάζονται τα δύο μέρη στα οποία χωρίζει ο δημιουργός την ταινία. Από τη μια η ‘νόσος’ και από την άλλη ο ‘φόβος της νόσου’. Δύο πόλοι από το ίδιο όλον, τόσο διακριτοί όσο και σε απόλυτη επαφή. Επιπλέον, μοιράζονται τον ίδιο τραγικό ‘εαυτό’· είναι και οι δυο μες το ίδιο παιχνίδι.

Ο κόσμος των ‘Τειχών’. Ακολουθώντας την Τζουστίν και την Κλαιρ ως το θανάσιμο τέλος.

Μέσα στην ιστορία, ο άνθρωπος χτίζει Τείχη και σύνορα για να πάρει πίσω οχύρωση και προστασία. Κάθε ‘πόλη’ μπορούσε μόνο τότε να ορίσει τον εαυτό της όταν διαχώριζε το μέσα από το έξω, τα μέλη από τα μη-μέλη, τους πολίτες από τους ξένους. Μια τέτοια διαδικασία δεν υφίσταται μόνο στον υλικό χώρο αλλά και στο αόρατο, κοινωνικό επίπεδο και σε κάθε περίπτωση δεν αφορά μόνο στις χωρικά μοιρασμένες πόλεις. Η περίπτωση της Λευκωσίας καθώς και άλλα παραδείγματα, όπως η Ιερουσαλήμ, το Μπέλφαστ ή το Βερολίνο χρησιμοποιούνται ως οριακές υποθέσεις που ως τέτοιες αντανακλούν εντονότερα τις σχέσεις αίτιου – αιτιατού που σε άλλες περιπτώσεις είναι δυσκολότερο να εντοπιστούν[1].
Όπως και να’ χει η ερώτηση παραμένει. Γιατί γίνονται τέτοιες διαιρέσεις πράξη ή με άλλα λόγια ποιους σκοπούς εξυπηρετούν οι διαφόρων ειδών διαχωρισμοί καθώς και τα ορατά και αόρατα Τείχη; Η κομβική λέξη-κλειδί που επιθυμεί το παρόν κείμενο να υπογραμμίσει είναι η ‘απειλούμενη ταυτότητα’. Κάθε υλικός, κοινωνικός διαχωρισμός πηγάζει απ’ την ανάγκη να οριστεί ο ‘εαυτός’ ορίζοντας την ίδια ώρα σε τι αυτός ‘δε’ συνίσταται. Πρόκειται για την επιθυμία ατόμων και ομάδων να διαμορφώσουν μια υποκειμενική ή συλλογική ταυτότητα ώστε να αναγνωρίζουν ή να ανακαλούν κοινά χαρακτηριστικά διακριτά από άλλα.
Για παράδειγμα, εντός της καπιταλιστικής κρίσης, μια άλλη οριακή συνθήκη αυτή τη φορά για τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, νέα και διαφορετικά σύνορα βγαίνουν στο προσκήνιο. Οι αδύναμες οικονομίες διαχωρίζονται από τις δυνατές μέσα από διαδικασίες και οίκους αξιολόγησης ενώ η “ευρωπαϊκή οικογένεια” της ΕΕ και της Ευρωζώνης συγγενεύει τόσο με την Κλαιρ όσο και με την Τζουστίν. Από τη μια κράτη/συγγενείς που υποφέρουν από οικονομικές, δημοσιονομικές ασθένειες και από την άλλη εκείνοι που στέκονται έντρομοι μπροστά στην αλυσιδωτή απειλή. Όπως σημειώνουν οι Calame και Charlesworth, τέτοιου τύπου εσωτερικές μοιρασιές μπορούν να αντιμετωπιστούν ως αιτία, σύμπτωμα ή θεραπεία αναφορικά με χρόνια εγγενή προβλήματα. Η ‘απειλούμενη ταυτότητα’ ως σύμπτωμα της δομικά προβληματικής συνθήκης γίνεται αιτία και αίτημα ασφάλειας, που φέρεται απατηλά ως τελική θεραπεία.
Ωστόσο, τα διάφορα οχυρά που ενώνουν, ορίζουν και προστατεύουν κάποιους, ταυτόχρονα φτιάχνουν σύνορα που αποκλείουν και απομονώνουν άλλους. Οι περιφρουρούμενες περιοχές εντός της πόλης οφείλουν την ύπαρξη τους στην ιδέα της ‘ασφάλειας’ αφού έχει ήδη οριστεί ο πιθανός ‘εχθρός’ που απειλεί την κανονικότητα. Ένας τέτοιος εισβολέας μπορεί να αντανακλάται στο πρόσωπο του ‘κλέφτη’ αλλά μπορεί ακόμη να έχει και γενικότερη περιγραφή. Μπορεί να είναι ο ‘φτωχός’, ο ‘μετανάστης’, ο ‘εργάτης’, ο ‘έγχρωμος’, ο ‘αφερέγγυος’, ο ‘τρομοκράτης’. Όσο ευρύτερος είναι ένας τέτοιος ορισμός, τόσο ευρύτερα και αδιάτρητα γίνονται τα ‘Τείχη’ της απομόνωσης και του περιθωρίου.
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης του στον δημοσιογράφο Nils Thorsen, ο Λαρς Φον Τρίερ σημειώνει πως η μελαγχολική Τζουστίν καταβάλλει προσπάθεια για να μπει στον κόσμο της κανονικότητας. Φτάνει στο σημείο ακόμη και να παντρευτεί. Αλλά τα αυστηρά ‘Τείχη’ της ορθής συμπεριφοράς αργά ή γρήγορα την αποβάλλουν καθώς αποτελεί επικίνδυνη απειλή για τους κατεστημένους τρόπους. “Θέλει να βάλει τέλος στην τρέλα, στην αγωνία και την αμφιβολία. Γι’ αυτό θέλει έναν πραγματικό γάμο. Και όλα πηγαίνουν σωστά μέχρι που δεν μπορεί να εξυπηρετήσει τις ίδιες τις απαιτήσεις της.[2].
Στην περίπτωση των μοιρασμένων πόλεων και των οριακών τόπων, το κρίσιμο στοιχείο που εμπλέκεται είναι ο τραυματισμένος υλικός χώρος. Τα δύο μέρη αναζητούν νέους αυτοπροσδιορισμούς μέσα στο νέο καθεστώς, καθώς αναζητούν και τον νέο ‘άλλο’. Με άλλα λόγια, η (απειλούμενη) ταυτότητα των ανθρώπων επαναπροσδιορίζεται μέσα από τον επαναπροσδιορισμό του χώρου[3]. Η πόλη γίνεται πεδίο μάχης, όπου υλικές, νοητικές/ψυχολογικές, θεσμικές και εικονικές προσλήψεις του κοινωνικού χώρου συναντιούνται, αλληλεπιδρούν και συγκρούονται μέσα στο τοπίο της σύγκρουσης.

No man’s land. Διαχωρισμός και επαφή στον κοινό τόπο του κανενός.

Ακολουθώντας τη σκέψη του Λεφέβρ[4], ο ‘χώρος’ ως κοινωνικό προϊόν παράγεται και αναπαράγεται, προσλαμβάνεται και σχεδιάζεται καθώς επίσης χρησιμοποιείται και βιώνεται μέσα από την καθημερινή εμπειρία του. Αναδιατυπώνοντας την τριάδα του Λεφέβρ μέσα στο κάδρο του ‘πολιτικού τοπίου της σύγκρουσης’[5], ο διαιρεμένος αστικός χώρος φέρει την πληγή του συνόρου στο υλικό επίπεδο, προσλαμβάνεται και βιώνεται με διαφορετικούς και αντιφατικούς τρόπους στο επίπεδο της πρόσληψης του χώρου, ενώ συλλαμβάνεται, σχεδιάζεται και ελέγχεται στο θεσμικό επίπεδο.
Στα πλαίσια μιας ευρύτερης ερευνητικής δουλειάς δόθηκε η ευκαιρία να ξεδιπλωθούν οι διαφορετικές πτυχές της διαίρεσης μέσα από την επαφή με καθημερινούς κατοίκους της Λευκωσίας, τη συμμετοχή σε πρωτοβουλίες και πλατφόρμες δικοινοτικής συνεργασίας, την παρατήρηση, την επικοινωνία μέσα από εικονικά κοινωνικά δίκτυα και εν τέλει το ‘πέρασμα’ του συνόρου με ποικίλους τρόπους. Η συγκρότηση της ταυτότητας του παρατηρητή με στοιχεία όπως Ελληνίδα – νεαρής ηλικίας – θηλυκού γένους είναι ένα κρίσιμο σημείο, μια πρόκληση, στην οποία όμως δε θα σταθούμε σ’ αυτό το κείμενο.
Συγκεντρώνοντας τα ευρήματα της έρευνας αναδύεται ο “ξανασχεδιασμένος” αστικός χώρος με τα υλικά της μνήμης, της επιθυμίας, του συλλογικού οράματος, της αναμονής, της πολιτικής βούλησης και της συναισθηματικής εμπλοκής. Ο χάρτης της Λευκωσίας αναπαριστώντας το υπάρχον διαιρεμένο αστικό περιβάλλον μένει στο φόντο, σαν καμβάς πάνω στον οποίο χαράσσονται νέοι χάρτες που κάνουν συχνά την αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα του υλικού χώρου να μοιάζει με ψευδαίσθηση, με πλάνη, με αβεβαιότητα. Σαν την αίσθηση τις μικρής καθημερινής νίκης κόντρα στο αδιαμφισβήτητο όριο, που θα σου περιγράψουν αυθόρμητα πολλοί όταν διασχίζουν τα ανοιχτά οδοφράγματα κάνοντας μόλις μερικά βήματα, όσο και το πάχος της νεκρής ‘τους’ ζώνης.
Η νεκρή ζώνη ‘ασφαλείας’ κατά μήκος της Πράσινης Γραμμής είναι ένας τόπος του κανενός, ένας τόπος που δε φέρει τα χαρακτηριστικά του χώρου από τη στιγμή που δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί, να μεταβληθεί ή ακόμα και να φωτογραφηθεί. Με άλλα λόγια, εντός της νεκρής ζώνης, ο χώρος χάνει την ουσία και τη λειτουργία του φτιάχνοντας ένα αστικό κενό ως διαλεκτικό του αντίθετο. Είναι όμως μόνο έτσι; Οι πυκνότητες της πληροφορίας όπως αυτές διαφαίνονται μέσα από νοητικούς χάρτες των κατοίκων, μέσα από την εγκατάσταση και τις υποδομές της δικοινοτικής συνεργασίας και της προσέγγισης καθώς και μέσα από τη γείωση του εικονικού χώρου στον πραγματικό, δείχνουν πως ο νέος “ξανασχεδιασμένος” τόπος της νεκρής ζώνης είναι ένας τόπος του κανενός που ανήκει ταυτόχρονα σε όλους.
Οι νοητικοί χάρτες των κατοίκων και των δύο πλευρών αποκαλύπτουν πως η χωρική πληροφορία που αυτοί συγκρατούν γίνεται πυκνότερη όσο περισσότερο πλησιάζουν το σύνορο. Στο θεσμικό επίπεδο, για λόγους τεχνικούς και νομιμότητας, η νεκρή ζώνη φιλοξενεί σημαντικές εγκαταστάσεις πρωτοβουλιών, οργανισμών και ιδρυμάτων προσβάσιμα και από τα δύο μέρη, ενώ ο ίδιος τόπος κουβαλά τις πολυετείς πρωτοβουλίες Τ/Κ και Ε/Κ αριστερών όταν ακόμα ο μοναδικός τόπος συνάντησης ήταν το Λήδρα Παλάς εντός της ζώνης των Ηνωμένων Εθνών. Τέλος, στο κομμάτι του εικονικού διαδικτυακού χώρου, η επικοινωνία μέσα από ψηφιακά κοινωνικά δίκτυα ενώνεται με έναν αξιοσημείωτο τρόπο με τον πραγματικό υλικό χώρο ακολουθώντας την κατεύθυνση της δικοινοτικής επαφής. Το τελευταίο διάστημα μάλιστα, μέσα από λίστες, πλατφόρμες και ανοιχτά δίκτυα προσβάσιμα και από τις δύο πλευρές, οργανώνονται ανοιχτά καλέσματα κατάληψης της νεκρής ‘τους’ ζώνης εμπνεόμενοι από το κίνημα <<occupy>> παγκοσμίως.
Το παραπάνω διατυπωμένο παράδοξο δεν είναι άλλο από την ίδια τη διττή φύση του συνόρου. Το ‘Τείχος’ έχει δυο πλευρές, που χωρίζουν και ταυτόχρονα ενώνουν ενώ το δημόσιο και το ιδιωτικό επανανοηματοδοτούνται. Αν δημόσιος χώρος είναι ο τόπος που μοιραζόμαστε με τους άλλους και ο τόπος όπου αντιλαμβανόμαστε την παρουσία τους, τότε ο τόπος της νεκρής ζώνης είναι ταυτόχρονα δημόσιος και ιδιωτικός.[6] Αν και μη προσβάσιμος, είναι τελικά ένας ‘κοινός τόπος’.
Η Τζουστίν και η Κλαιρ είναι αόρατα χωρισμένες από το ‘Τείχος’ της ψυχολογικής συνθήκης, αφού από τη μια βρίσκεται η ασθένεια και από την άλλη η νοητική υγεία. Ωστόσο, αυτό ακριβώς το όριο είναι που φέρνει την “άλλη πλευρά” κοντά όσο η απόσταση του απλωμένου χεριού της αλληλεγγύης.

Επίλογος. Η ‘ανάσταση’ της νεκρής ζώνης.

Η νεκρή ζώνη είναι πια ζωντανή”, “Έξω τα στρατεύματα από το νησί”, “Τα συμφέροντά μας δε συγκρούονται, είναι μόνο ένα: ειρήνη” και “Ας το κάνουμε όπως το Βερολίνο”[6] είναι κάποια από τα με σπρέι γραμμένα συνθήματα.
Ακολουθώντας το κάλεσμα του <<occupy movement>>, νέοι Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι οργάνωσαν την κατάληψη της νεκρής ζώνης με σκηνές, συνελεύσεις, εκδηλώσεις και διαφορετικά δρώμενα. Τα κεντρικά ζητήματα είναι η επανένωση, η ειρήνη και η συνειδητοποίηση πως το “Κυπριακό” δεν είναι άλλο παρά ένα από τα πολλά συμπτώματα ενός άρρωστου παγκόσμιου συστήματος.[7]
Η ‘ανάσταση’ της νεκρής ζώνης είναι η εύστοχη μεταφορά της τελικής κάθαρσης. Το σύνορο δεν υπηρετεί πια την ιδέα της προστασίας και της ασφάλειας, αφού η συλλογική διεκδίκηση αναδιατάσσεσαι μέσα στο καθεστώς της διαίρεσης. Στην περίπτωση του Βερολίνου, ένα από τα συνθήματα στο Τείχος έγραφε πως “κάποτε όλα τα Τείχη πέφτουν”. Η διαίρεση γίνεται προϋπόθεση της ένωσης ενώ η σύγκρουση γίνεται προϋπόθεση της συνύπαρξης και της αλληλεγγύης. Ο πλανήτης <<Μελαγχολία>> συγκρούεται με τη Γη σπέρνοντας τη συμφορά και το θάνατο, ενώ ανοίγει τη δυνατότητα μιας νέας ηλιόλουστης μέρας.

[1] Jon Calame, Ester Ruth Charlesworth Divided cities: Belfast, Beirut, Jerusalem, Mostar and
Nicosia (Pennsylvania: University of Pennsylvania Press, 2009)
[2] Lars Von Trier “Longing for the end of all” interview to Nils Thorsen. (retrieved on 15-11-
2011) http://www.melancholiathemovie.com/
[3] Morfo Papanikolaou, Rena Sakelaridou, Memos Filippidiss (in Greek) “Diaperata oria – i
prasini grammi tis Lefkosias” Domes (2006): 50-101
[4] Henri Lefebvre The Production of Space (Oxford: Blackwell Publishers, 1991)
[5] Nurit Kliot, and Yoel Mansfeld “The political landscape of partition. The case of Cyprus”
Political Landscape 16 (1997): 495-521
[6] Morfo Papanikolaou, Rena Sakelaridou, Memos Filippidiss (in Greek) “Diaperata oria – i
prasini grammi tis Lefkosias” Domes (2006): 50-101
[7] Jordane Bertrand. “Youths occupy buffer zone in bid to reunify Cyprus” ekathimerini, November 29, 2011. Accessed November 29,2010. http://www.ekathimerini.com/4dcgi/_w_articles_wsite1_1_29/11/2011_416965

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις