Από: Ο Άπατρις της Πάτρας
Οι Ιταλοί αναρχικοί Σάκο και Βαντσέτι δολοφονήθηκαν από το κράτος των Η.Π.Α στις 23 Αυγούστου 1927. Το Κράτος πάντα θα δολοφονεί του εχθρούς του. Ιδιαίτερα, αν πρόκειται για μετανάστες.
Η 23η Αυγούστου είναι η ημέρα που το κράτος των Η.Π.Α δολοφόνησε δύο αναρχικούς Ιταλούς μετανάστες: τους Σάκο και Βαντσέτι. Το ότι δεν είχαν καμία σχέση με το έγκλημα για το οποίο τους κατηγόρησαν δεν είχε καμιά σημασία· το μόνο που είχε σημασία ήταν η αναρχική τους ιδεολογία και δράση. Το κράτος δολοφονεί τους εχθρούς του κι αυτό είναι που πρέπει να θυμόμαστε τουλάχιστον κάθε τέτοια ημέρα. Τα προσχήματα πάντα (εφ)ευρίσκονται, προκειμένου να στηθούν οι δίκες και οι αγχόνες και να «νομιμοποιηθούν» οι εκτελέσεις.
Ακριβώς όπως εφευρίσκουν σήμερα οι Η.Π.Α και οι σύμμαχοί τους (μαζί και το ελληνικό κράτος) διάφορα «νόμιμα» προσχήματα, προκειμένου να επιτεθούν και να κατακρεουργήσουν διαφόρους λαούς στην Ασία και στην Αφρική, κι αύριο ποιος ξέρει πού. Κι αυτό (στο εσωτερικό στημένες δίκες, φυλακίσεις κι εκτελέσεις, και στο εξωτερικό πόλεμοι και σφαγές) θα συνεχίζεται μέχρις ότου καταργηθεί το κράτος και ο παγκόσμιος καπιταλισμός. Ας πούμε όμως δυο λόγια για τους Σάκο και Βαντσέτι, γιατί το να σωπάσεις και τους ξεχάσεις είναι έγκλημα. Άλλωστε, πολλοί είναι εκείνοι που δεν γνωρίζουν το γεγονός.
Οι Ιταλοί αναρχικοί Φερντινάντο Νικόλα Σάκο (Ferdinando Nicola Sacco, 22.4.1891 - 23.8.1927) και Μπαρτολομέο Βαντσέτι (Bartolomeo Vanzetti, 11.6.1888 – 23.8.1927), μετά από μια στημένη δίκη-παρωδία, καταδικάστηκαν και εκτελέστηκαν στις ΗΠΑ (23 Αυγούστου 1927), κατηγορούμενοι ότι δολοφόνησαν στις 15 Απριλίου 1920 ένα λογιστή κι ένα φρουρό του εργοστασίου υποδημάτων Σλέιτερ και Μορίλ (Slater και Morrill). Το πραγματικό τους «έγκλημα», όπως έγραψε ο Ριζοσπάστης (7.6.2002) «ήταν ότι πρωτοστάτησαν στις απεργιακές κινητοποιήσεις εκείνης της περιόδου και ήσαν πρωτοπόροι οργανωτές των εργατικών συνδικάτων, μακριά, μάλιστα, από την οπορτουνιστική γραμμή που κυριαρχούσε τότε στη συνδικαλιστική ηγεσία». Δεν πρέπει όμως να ξεχάσουμε τη ενεργό συμμετοχή τους στο αντιπολεμικό κίνημα, λόγος για τον οποίο είχαν συμπεριληφθεί σε μία λίστα «ανατρεπτικών στοιχείων» που είχε συνταχθεί από το υπουργείο δικαιοσύνης και τις μυστικές υπηρεσίες των Η.Π.Α (βλ. λήμμα Sacco e Vanzetti στην ιταλική Wikipedia).
Στην ίδια λίστα υπήρχε και το όνομα του τυπογράφου Αντρέα Σαλσέντο (Andrea Salsedo), ενός φίλου του Βαντσέτι, τον οποίο δολοφόνησε η αστυνομία στις 3 Μαΐου 1920, αναγκάζοντας τον να πέσει από το δέκατο τέταρτο όροφο ενός κτιρίου που ανήκε στο υπουργείο δικαιοσύνης. [Η «εκπαραθύρωση» υπήρξε πάντα μια από τις αγαπημένες μεθόδους του κράτους για να δολοφονεί τους αντιπάλους του, εμφανίζοντας τις δολοφονίες ως «αυτοκτονίες». Ο νομπελίστας συγγραφέας Ντάριο Φο εμπνεύστηκε το έργο του «Ο τυχαίος θάνατος ενός αναρχικού» από τη δολοφονία του Τζουζέπε Πινέλι (Giuseppe Pinelli), τον οποίο εκπαραθύρωσε η αστυνομία του Μιλάνο, αλλά χρησιμοποίησε στο έργο του το όνομα του Σαλσέντο, για να αποφύγει τις όποιες ενδεχόμενες συνέπειες. Το Φεβρουάριο του 2011 συστάθηκε στο Τράπανι (Trapani) της Ιταλίας η αναρχική ομάδα «Αντρέα Σαλσέντο».(βλ. παραπομπή 2 στο λήμμα Andrea Salsedo στην ιταλική Wikipedia).]
Πάρα πολλά βιβλία, άρθρα, ταινίες, τραγούδια… έχουν γραφτεί, γυριστεί, κυκλοφορήσει για την υπόθεση των Σάκο και Βαντσέτι, τα οποία μπορεί κανείς να μελετήσει, να δει και ν’ ακούσει. Έτσι, ένα κείμενο σαν το δικό μου δε θα είχε να προσθέσει ουσιαστικά τίποτε σε όλα αυτά. Άλλωστε, δεν ήταν αυτή η πρόθεσή μου. Απλώς, θεωρώ έγκλημα το να σωπάσει κανείς και να ξεχάσει τέτοια γεγονότα. Για την περίπτωση, όμως, που κάποιος… «αντικειμενικός» αμφιβάλλει για το κρατικό έγκλημα που διαπράχθηκε με την εκτέλεση των Σάκο και Βαντσέτι, σταχυολογώ δυο τρία στοιχεία από το φάκελο της υπόθεσής τους: «Στην αρχή της διαδικασίας, ένας από τους πρώτους “αυτόπτες μάρτυρες”, αποκαλύπτεται ότι είναι πρόσφατα αποφυλακισμένος εγκληματίας, ο οποίος εμφανίστηκε στο δικαστήριο με ψεύτικο όνομα. Ο ίδιος ομολογεί ότι δέχτηκε να ψευδομαρτυρήσει σε συνεννόηση με τον εισαγγελέα και με αντάλλαγμα την αποφυλάκισή του». (Ριζοσπάστης, 7.6.2002)
Ο Πρόκτορ, διευθυντής της αστυνομίας της Μασαχουσέτης, ο οποίος κατέθεσε ως εμπειρογνώμονας όπλων στη δίκη, αποκάλυψε αργότερα και τα εξής: «Συμφωνήσαμε με τον εισαγγελέα να πω ότι οι σφαίρες που βρέθηκαν στον τόπο της ληστείας προέρχονται κατά πάσα πιθανότητα από το πιστόλι του Νικόλα Σάκο. Όμως, επειδή υπήρχε κίνδυνος να αποκαλυφθεί το ψέμα, ο εισαγγελέας μου είπε ότι αν μου ζητηθούν αποδείξεις από κάποιο μέλος του δικαστηρίου να πω ότι δεν έχω». Φυσικά, τέτοιες αποδείξεις δεν του ζητήθηκαν από το δικαστήριο. Απλώς ο δικαστής Ουέμπστερ Θάγερ (Webster Thayer), αποφάνθηκε ότι… το φονικό βλήμα προήλθε από το πιστόλι του Σάκο. Ο ίδιος δικαστής, στο «αιτιολογικό» της απόφασής του σημείωσε: «Ακόμα κι αν δεν έχουν διαπράξει το έγκλημα που τους καταλογίζεται, είναι, πάντως, ηθικά ένοχοι, γιατί είναι εχθροί των σημερινών θεσμών...» (Ριζοσπάστης, ό.π.) Το Νοέμβριο του 1925, ο Πορτορικανός Σελεστίνο Μαδέιρος (Celestino Madeiros), κατηγορούμενος για σειρά φόνων, ομολόγησε ότι είχε συμμετάσχει στο έγκλημα για το οποίο κατηγορούνταν οι Σάκο και Βαντσέτι και ότι εκείνοι δεν είχαν καμία σχέση μ’ αυτό, αλλά… φυσικά, κι αυτή η ομολογία δεν άλλαξε σε τίποτε την προειλημμένη απόφαση της καταδίκης τους.
Τέλος, «Το 1977, ο τότε κυβερνήτης της Μασαχουσέτης [όπου διαπράχθηκε το κρατικό έγκλημα της εκτέλεσης], Μάικλ Δουκάκης, αναγνώρισε επίσημα την αδικία και αποκατέστησε τη μνήμη των Σάκο και Βαντσέτι» (Καθημερινή, 25.8.2007).
Με όλα όσα πραξικοπηματικά συνέβησαν στα χρόνια που κράτησε η δικαστική διαμάχη, οι Σάκο και Βαντσέτι, πριν δολοφονηθούν στην ηλεκτρική καρέκλα της Μασαχουσέτης, έμαθαν καλά τι σημαίνει αστική δικαιοσύνη. Ο Βαντσέτι, ιδιαιτέρως, είχε ορισμένα λόγια να πει απευθυνόμενος για τελευταία φορά στο δικαστή Θάγερ: «Δε θα ευχόμουν ούτε σ’ ένα σκυλί ή σ’ ένα ερπετό, στο πιο ευτελές ή δύστυχο πλάσμα της Γης ― δε θα ευχόμουν σε κανένα απ’ αυτά όσα έχω υποστεί για πράγματα για τα οποία δεν είμαι ένοχος. Αλλά η πεποίθησή μου είναι ότι τα έχω υποστεί για πράγματα για τα οποία είμαι ένοχος. Τα υφίσταμαι γιατί είμαι ριζοσπάστης, και πράγματι είμαι ριζοσπάστης· τα έχω υποστεί γιατί ήμουν Ιταλός, και πράγματι είμαι Ιταλός [...] » [(19 Απριλίου 1927, στο Dedham, Μασαχουσέτη) Ιταλική Βικιπαίδεια, ό.π.]
Θυμηθείτε τους Σάκο και Βαντσέτι, γιατί το Κράτος δε θα πάψει ποτέ να δολοφονεί τους εχθρούς του. Κι αν πρόκειται για μετανάστες, τόσο το χειρότερο!
Ακριβώς όπως εφευρίσκουν σήμερα οι Η.Π.Α και οι σύμμαχοί τους (μαζί και το ελληνικό κράτος) διάφορα «νόμιμα» προσχήματα, προκειμένου να επιτεθούν και να κατακρεουργήσουν διαφόρους λαούς στην Ασία και στην Αφρική, κι αύριο ποιος ξέρει πού. Κι αυτό (στο εσωτερικό στημένες δίκες, φυλακίσεις κι εκτελέσεις, και στο εξωτερικό πόλεμοι και σφαγές) θα συνεχίζεται μέχρις ότου καταργηθεί το κράτος και ο παγκόσμιος καπιταλισμός. Ας πούμε όμως δυο λόγια για τους Σάκο και Βαντσέτι, γιατί το να σωπάσεις και τους ξεχάσεις είναι έγκλημα. Άλλωστε, πολλοί είναι εκείνοι που δεν γνωρίζουν το γεγονός.
Οι Ιταλοί αναρχικοί Φερντινάντο Νικόλα Σάκο (Ferdinando Nicola Sacco, 22.4.1891 - 23.8.1927) και Μπαρτολομέο Βαντσέτι (Bartolomeo Vanzetti, 11.6.1888 – 23.8.1927), μετά από μια στημένη δίκη-παρωδία, καταδικάστηκαν και εκτελέστηκαν στις ΗΠΑ (23 Αυγούστου 1927), κατηγορούμενοι ότι δολοφόνησαν στις 15 Απριλίου 1920 ένα λογιστή κι ένα φρουρό του εργοστασίου υποδημάτων Σλέιτερ και Μορίλ (Slater και Morrill). Το πραγματικό τους «έγκλημα», όπως έγραψε ο Ριζοσπάστης (7.6.2002) «ήταν ότι πρωτοστάτησαν στις απεργιακές κινητοποιήσεις εκείνης της περιόδου και ήσαν πρωτοπόροι οργανωτές των εργατικών συνδικάτων, μακριά, μάλιστα, από την οπορτουνιστική γραμμή που κυριαρχούσε τότε στη συνδικαλιστική ηγεσία». Δεν πρέπει όμως να ξεχάσουμε τη ενεργό συμμετοχή τους στο αντιπολεμικό κίνημα, λόγος για τον οποίο είχαν συμπεριληφθεί σε μία λίστα «ανατρεπτικών στοιχείων» που είχε συνταχθεί από το υπουργείο δικαιοσύνης και τις μυστικές υπηρεσίες των Η.Π.Α (βλ. λήμμα Sacco e Vanzetti στην ιταλική Wikipedia).
Στην ίδια λίστα υπήρχε και το όνομα του τυπογράφου Αντρέα Σαλσέντο (Andrea Salsedo), ενός φίλου του Βαντσέτι, τον οποίο δολοφόνησε η αστυνομία στις 3 Μαΐου 1920, αναγκάζοντας τον να πέσει από το δέκατο τέταρτο όροφο ενός κτιρίου που ανήκε στο υπουργείο δικαιοσύνης. [Η «εκπαραθύρωση» υπήρξε πάντα μια από τις αγαπημένες μεθόδους του κράτους για να δολοφονεί τους αντιπάλους του, εμφανίζοντας τις δολοφονίες ως «αυτοκτονίες». Ο νομπελίστας συγγραφέας Ντάριο Φο εμπνεύστηκε το έργο του «Ο τυχαίος θάνατος ενός αναρχικού» από τη δολοφονία του Τζουζέπε Πινέλι (Giuseppe Pinelli), τον οποίο εκπαραθύρωσε η αστυνομία του Μιλάνο, αλλά χρησιμοποίησε στο έργο του το όνομα του Σαλσέντο, για να αποφύγει τις όποιες ενδεχόμενες συνέπειες. Το Φεβρουάριο του 2011 συστάθηκε στο Τράπανι (Trapani) της Ιταλίας η αναρχική ομάδα «Αντρέα Σαλσέντο».(βλ. παραπομπή 2 στο λήμμα Andrea Salsedo στην ιταλική Wikipedia).]
Πάρα πολλά βιβλία, άρθρα, ταινίες, τραγούδια… έχουν γραφτεί, γυριστεί, κυκλοφορήσει για την υπόθεση των Σάκο και Βαντσέτι, τα οποία μπορεί κανείς να μελετήσει, να δει και ν’ ακούσει. Έτσι, ένα κείμενο σαν το δικό μου δε θα είχε να προσθέσει ουσιαστικά τίποτε σε όλα αυτά. Άλλωστε, δεν ήταν αυτή η πρόθεσή μου. Απλώς, θεωρώ έγκλημα το να σωπάσει κανείς και να ξεχάσει τέτοια γεγονότα. Για την περίπτωση, όμως, που κάποιος… «αντικειμενικός» αμφιβάλλει για το κρατικό έγκλημα που διαπράχθηκε με την εκτέλεση των Σάκο και Βαντσέτι, σταχυολογώ δυο τρία στοιχεία από το φάκελο της υπόθεσής τους: «Στην αρχή της διαδικασίας, ένας από τους πρώτους “αυτόπτες μάρτυρες”, αποκαλύπτεται ότι είναι πρόσφατα αποφυλακισμένος εγκληματίας, ο οποίος εμφανίστηκε στο δικαστήριο με ψεύτικο όνομα. Ο ίδιος ομολογεί ότι δέχτηκε να ψευδομαρτυρήσει σε συνεννόηση με τον εισαγγελέα και με αντάλλαγμα την αποφυλάκισή του». (Ριζοσπάστης, 7.6.2002)
Ο Πρόκτορ, διευθυντής της αστυνομίας της Μασαχουσέτης, ο οποίος κατέθεσε ως εμπειρογνώμονας όπλων στη δίκη, αποκάλυψε αργότερα και τα εξής: «Συμφωνήσαμε με τον εισαγγελέα να πω ότι οι σφαίρες που βρέθηκαν στον τόπο της ληστείας προέρχονται κατά πάσα πιθανότητα από το πιστόλι του Νικόλα Σάκο. Όμως, επειδή υπήρχε κίνδυνος να αποκαλυφθεί το ψέμα, ο εισαγγελέας μου είπε ότι αν μου ζητηθούν αποδείξεις από κάποιο μέλος του δικαστηρίου να πω ότι δεν έχω». Φυσικά, τέτοιες αποδείξεις δεν του ζητήθηκαν από το δικαστήριο. Απλώς ο δικαστής Ουέμπστερ Θάγερ (Webster Thayer), αποφάνθηκε ότι… το φονικό βλήμα προήλθε από το πιστόλι του Σάκο. Ο ίδιος δικαστής, στο «αιτιολογικό» της απόφασής του σημείωσε: «Ακόμα κι αν δεν έχουν διαπράξει το έγκλημα που τους καταλογίζεται, είναι, πάντως, ηθικά ένοχοι, γιατί είναι εχθροί των σημερινών θεσμών...» (Ριζοσπάστης, ό.π.) Το Νοέμβριο του 1925, ο Πορτορικανός Σελεστίνο Μαδέιρος (Celestino Madeiros), κατηγορούμενος για σειρά φόνων, ομολόγησε ότι είχε συμμετάσχει στο έγκλημα για το οποίο κατηγορούνταν οι Σάκο και Βαντσέτι και ότι εκείνοι δεν είχαν καμία σχέση μ’ αυτό, αλλά… φυσικά, κι αυτή η ομολογία δεν άλλαξε σε τίποτε την προειλημμένη απόφαση της καταδίκης τους.
Τέλος, «Το 1977, ο τότε κυβερνήτης της Μασαχουσέτης [όπου διαπράχθηκε το κρατικό έγκλημα της εκτέλεσης], Μάικλ Δουκάκης, αναγνώρισε επίσημα την αδικία και αποκατέστησε τη μνήμη των Σάκο και Βαντσέτι» (Καθημερινή, 25.8.2007).
Με όλα όσα πραξικοπηματικά συνέβησαν στα χρόνια που κράτησε η δικαστική διαμάχη, οι Σάκο και Βαντσέτι, πριν δολοφονηθούν στην ηλεκτρική καρέκλα της Μασαχουσέτης, έμαθαν καλά τι σημαίνει αστική δικαιοσύνη. Ο Βαντσέτι, ιδιαιτέρως, είχε ορισμένα λόγια να πει απευθυνόμενος για τελευταία φορά στο δικαστή Θάγερ: «Δε θα ευχόμουν ούτε σ’ ένα σκυλί ή σ’ ένα ερπετό, στο πιο ευτελές ή δύστυχο πλάσμα της Γης ― δε θα ευχόμουν σε κανένα απ’ αυτά όσα έχω υποστεί για πράγματα για τα οποία δεν είμαι ένοχος. Αλλά η πεποίθησή μου είναι ότι τα έχω υποστεί για πράγματα για τα οποία είμαι ένοχος. Τα υφίσταμαι γιατί είμαι ριζοσπάστης, και πράγματι είμαι ριζοσπάστης· τα έχω υποστεί γιατί ήμουν Ιταλός, και πράγματι είμαι Ιταλός [...] » [(19 Απριλίου 1927, στο Dedham, Μασαχουσέτη) Ιταλική Βικιπαίδεια, ό.π.]
Θυμηθείτε τους Σάκο και Βαντσέτι, γιατί το Κράτος δε θα πάψει ποτέ να δολοφονεί τους εχθρούς του. Κι αν πρόκειται για μετανάστες, τόσο το χειρότερο!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου